MY KTEO

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Αρχ. Φιλόθεος Θεοχάρης: «Τα παιδιά που συναντώ...»

Ὁμιλία στήν Συναυλία τῆς Ὀρχήστρας Ποικίλης Μουσικῆς τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου Χαλκίδος, στά πλαίσια τῶν Κ΄ Δημητρίων
Συνεδριακό Κέντρο Ἀντιπεριφερείας Εὐβοίας 21.10.2012
Εἶναι ἀλήθεια, Σεβασμιώτατε πατέρα μας, ὅτι ἡ ἀποψινή ἐκδήλωση φέρνει στό νοῦ θύμησες εἴκοσι χρόνων, ἀφοῦ μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου τοῦ Μητροπολιτικοῦ μας Ναοῦ καί τήν δική Σας εὐλογία, ἀφιερώθηκε στήν ἐπέτειο τῆς συμπληρώσεως εἴκοσι χρόνων ἀπό τήν
ἔναρξη τῶν ἐκδηλώσεων τῶν ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ στήν Πόλη μας. Ἐκδηλώσεων πού ἔγιναν θεσμός στίς συνειδήσεις τῶν μελῶν τῆς Πόλεως καί τῆς Μητροπόλεώς μας, ὡς εὐκαιρία ἀληθινῆς τιμῆς πρός τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου, μέσα ἀπό ποικίλες
ἐκδηλώσεις, μιά ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι καί ἡ σημερινή, τήν ὁποία κάθε χρόνο προετοιμάζουν καί προσφέρουν τά μέλη τῆς Ὀρχήστρας Ποικίλης Μουσικῆς τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τοῦ Μητροπολιτικοῦ μας Ναοῦ μέ πολλή ἀγάπη καί διάθεση τιμῆς, μέσα ἀπό τήν δική τους τέχνη, τήν τέχνη τῆς μουσικῆς, πρός τόν Ἅγιο καί ὅλα τοῦ τά παιδιά, ὅλους μας δηλαδή, πού ἤλθαμε ἀπόψε νά τούς παρακολουθήσουμε.

Εὐχαριστῶ, Σεβασμιώτατε, γιά τήν πατρική Σας ἀγάπη,

ἀφοῦ εὐλογήσατε τήν φιλόφρονα πρόταση τοῦ π. Αἰμιλιανοῦ γιά

τήν ἀποψινή μου παρουσία ὡς ὁμιλητοῦ, ἔνδειξη κι’ αὐτή τρα-

νταχτή καί μεγάλη τῆς προστατευτικῆς σας φροντίδος κι’

ἐμπιστοσύνης πρός το πρόσωπό μου.

Ὑπάρχει, Σεβαστοί μου Πατέρες, Ἀξιότιμοι ἐκπρόσωποι

τῶν Ἀρχῶν, Κυρίες καί Κύριοι, Φίλες καί Φίλοι, μιά φράση πού

μπορεῖ νά περιγράψει, θεωρῶ, τό μουσικό ταξίδι στό ὁποῖο μᾶς

ταξιδεύουν τά παιδιά τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου, ἐδῶ καί εἴκοσι

χρόνια: «οὐδέν παραμύθιον γλυκύτερον τῆς τέχνης». Ἕνα ταξίδι

σάν σέ παραμύθι, γραμμένο μέ ἤχους καί λόγια πού περιγράφουν

τή ζωή τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, ἀνδρῶν ἡρώων καί

ἐπιφανῶν, μιλοῦν γιά θυσίες καί ἀγάπες γεμάτες «χρώματα κι’

ἀρώματα», ὅλα ὑπομνηματισμένα ἀπό τό ἱερό πάθος καί τήν θυ-

σία τοῦ Μεγαλομάρτυρος Ἁγίου Δημητρίου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ

τόν καραβοκύρη τοῦ νοητοῦ σκάφους τοῦ Μητροπολιτικοῦ μας

Ναοῦ. Γι’ αὐτό καί μέσα στήν Ἐκκλησία, ἄλλοτε στήν Λατρεία,

ἄλλοτε στή φιλανθρωπία, ἄλλοτε μέσα ἀπό τόν πολιτισμό, ἄν καί

περιγράφουμε πολλές φορές πάθη καί καϋμούς καί μιλοῦμε

συνεχῶς γιά σταυρό καί θάνατο, δέν ὁδηγούμαστε στήν πικρή

ἀπελπισία, ἀλλά μέ τήν αἴσθηση τῆς ἐλπιδοφόρας γλύκας τῶν

παραμυθιῶν, προσδοκοῦμε κι’ ἐλπίζουμε, ἀλλά καί ζοῦμε τήν

χαρά τῆς Ἀνάστασης καί τῆς ἀποκατάστασης. Καί τότε τό παρα-

μύθι δέν εἶναι μύθος (οἱ μύθοι ἔχουν σχέση μέ τό παρελθόν),

ἀλλά πρόγευση τοῦ μέλλοντος, τῆς ζωῆς τῆς παντοτινῆς καί τῆς

ποθεινῆς, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἴσως ὅλα αὐτά μοιάζουν ἐκτός θέματος, μπορεῖ καί νά

‘ναι, δέν γνωρίζω, ἐσεῖς θά κρίνετε, ὅμως ἐμένα μοῦ φέρνουν

στήν ψυχή καί στήν καρδιά τά βιώματα πού ἔνιωθα ὠς παιδί τότε

πού ξεκίνησαν τά Δημήτρια, πού τά ‘ζησα τά πρῶτα δέκα χρόνια

ὡς λαϊκός καί τά ὑπόλοιπα δέκα, Χάριτι Θεοῦ, ὡς Κληρικός.

Δέν λησμονῶ τόν πνευματικό συναγερμό πού σημαίνουν

γιά τήν οἰκογένεια τῆς Ἐνορίας τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ, στήν

ὁποία ἄν καί δέν ἀνήκω (μέλος ἀπό βρέφος ὑπάρχω τῆς γείτονος

Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού λές ἔτσι κόντά πού εἶναι οἱ δυό

Ἐκκλησιές στόν ἴδιο δρόμο, ἀγκαλιασμένες μοιάζουν μεταξύ

τους), μέ παρότρυνση τοῦ σεβαστοῦ καί ἀγαπητοῦ μου ἀδελφοῦ

καί ἐμπνευστοῦ τοῦ θεσμοῦ τῶν Δημητρίων στήν Πόλη μας, π.

Δαμασκηνοῦ, ἐντασσόμουν αὐτές τίς ἡμέρες γιά νά βοηθήσω,

ἀλλά κυρίως νά βοηθηθῶ στήν πίστη καί τήν ἀγάπη μου γιά τό

Θεό καί τούς ἀνθρώπους.

Τότε, στά πρῶτα χρόνια τῶν Δημητρίων, ἄν δέν κάνω λά-

θος τό 1994 ἤ 1995, συμμετέχοντας σέ παρόμοια Ἐκδήλωση,

ἄκουσα γιά πρώτη φορά τό κομμάτι Ἐαρινή Συμφωνία, σέ ποίηση

τοῦ Γιάννη Ρίτσου καί μουσική τοῦ Γιάννη Μαρκόπουλου, ἕνας

στίχος τοῦ ὁποίου μέ συγκλόνισε γιά τήν δυναμική του καί ἔμεινε

βαθιά χαραγμένος στήν μνήμη μου καί στήν καρδιά μου, σημα-

5

δεύοντας ἐν πολλοῖς καί τήν κατοπινή μου πορεία... «Ἄξιζε νά

ὑπάρξουμε γιά νά συναντηθοῦμε» ἔλεγε. Τότε ἁπλά μοῦ ἄρεσε.

Ἀργότερα συνειδητοποίησα ὅτι ὄντως ἄξιζε ἡ συνάντησή μας,

γιατί ἦταν μιά συνάντηση πού ἔγινε στόν εὐλογημένο χῶρο τῆς

Ἐκκλησίας, πού εἶναι ὁ τόπος τῆς κατεξοχήν συνάντησης τῶν

ἀνθρώπων, ἀλλά ὄχι μόνον αὐτῶν. Εἶναι ὁ τόπος καί ὁ τρόπος τῆς

συνάντησης τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό τόν ἴδιο, ἀφοῦ ἡ

Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ τό Ἅγιο.

Ἴσως ἔτσι νά καταλαβαίνετε γιά ποιόν λόγο ἐπέλεξα τό

θέμα αὐτό «Τά παιδιά πού συναντῶ...» γιά τήν ἀποψινή ὁμιλία

ἐνώπιόν σας. Γιατί αὐτή ἡ παρέα προῆλθε ἀπό τήν συνάντηση

τῶν παιδιῶν μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ Ὁποία ὡς μάνα στοργική

ἀξιοποίησε τήν δημιουργική ἔκφραση ἑνός ἑκάστου μέσα ἀπό τό

παραμύθιον τῆς τέχνης του καί, μέσα ἀπό αὐτήν τήν τέχνη

ἀπευθύνθηκε ἀπό τήν ἀρχή καί σ’ ἄλλα παιδιά, φανερώνοντας

τήν δυνατότητα ἔκφρασης πού μποροῦν νά ἔχουν στούς κόλπους

Της.

Κι’ ἀφοῦ θέλησε ὀ Θεός καί συναντηθήκαμε κι’ ἐμεῖς ὅλοι,

πάλι ἀπόψε, στήν στοργική ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας, μέ πρῶτο

τόν Ἐπίσκοπό μας, κι’ ἐπειδή ἡ μουσική τέχνη μᾶς κεντρίζει

ἀπόψε τό ἐνδιαφέρον, ἐπιτρέψτε μου νά σᾶς ἐμπιστευθῶ δυο

στροφές ἀπό τό τραγούδι Ἀσπιρίνη, σέ στίχους τοῦ Γεράσιμου

Εὐαγγελάτου καί μουσική τοῦ Κώστα Τσίρκα πού τραγουδᾶ ἡ

Νατάσα Μποφίλιου καί μοῦ ἔδωσε τόσο τό θέμα τῆς ὁμιλίας, ὅσο

καί τήν δυνατότητα, ὅταν τό πρωτάκουσα, πολλά ἀπ’ αὐτά πού

γιά καιρό εἶχα στό νοῦ καί τήν καρδιά μου νά τα ἐκφράσω καί νά

τά κοινωνήσω μαζί σας.

«Τά παιδιά πού συναντῶ, ὅταν θά βγῶ,

ἔχουν παράπονα πού μοιάζουν στά δικά μου,

πίνουν, καπνίζουν κι’ ἀγαπούν ὅπως ἐγώ,

ὅμως κανένας τους δέν ἦρθε πιό κοντά μου.

..................................................

Τά παιδιά πού συναντῶ μελαγχολοῦν

βλέπουν τό μέλλον σάν ἀγάπη πού ‘χει ἀργήσει

κάνουνε ὄνειρα τίς νύχτες ὅταν πιοῦν,

κι’ ὅμως κανείς τους δέν τολμάει νά τά ζήσει».

Συναντοῦμε παιδιά καθημερινά. Στίς Ἐκκλησιές μας,

στούς δρόμους, στίς πλατεῖες, στά μαγαζία, στούς χώρους πού τά

ἴδια μαζεύονται. Ἄλλα, μέ ἐμφάνιση πού ἀνταποκρίνεται στίς

προσδοκίες τῶν πολλῶν κι’ ἄλλα, μέ ἐμφάνιση περιθωριακῆς

πρωτοπορίας. Ὅμως ὅλα μ’ ἕνα ξεχωριστό πρόσωπο, ἀπόδειξη ὅτι

τό καθένα εἶναι μιά ἰδιαίτερη εἰκόνα Θεοῦ. Αὐτά τά παιδιά, λοι-

πόν, πού δέν διστάζουν νά ἐπισημαίνουν ὅτι ὁ κόσμος μας, πολ-

λές φορές, «παραπαίει ἀνάμεσα στήν ἔλλειψη νοήματος, τόν κατα-

ναλωτισμό καί τήν ἰδιώτευση καί ἀποδέχεται μοιρολατρικά νά

ἀποφασίζουν ἄλλοι ἐκ μέρους του»1, ἔχουν ἀληθινά παράπονα

πού μοιάζουν στά δικά μου, τά δικά μας.

Παράπονα δίκαια, πού πολλοί κατά καιρούς ἐπισημαίνουν,

ἀλλά δέν ἀνοίγουμε τ’ αὐτιά μας ν’ ἀκούσουμε, ἄν καί δέν θέλει

πολλή σκέψη γιά ν’ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο πού

κάθε ἄλλο παρά ἀγγελικά πλασμένος εἶναι. Ἀδικία, καχυποψία,

κοινωνική ἀνισότητα, ὑποκρισία καί ἐγκλωβισμός πολλῶν ἀπό

μᾶς στήν φυλακή τοῦ ἑαυτοῦ μας. Κι’ ὅμως, παραμένουμε νωθροί

καί ὀκνηροί. Καί γιά νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ὄχι μόνο οἱ μεγαλύτε-

ροι, ἀλλά καί τά παιδιά τά ἴδια, πού πολλές φορές ἀρέσκονται νά

ἀπενοχοποιοῦνται καί νά ἐπιρρίπτουν τίς εὐθῦνες γιά τό κατά-

ντημα τοῦ κοσμου στίς πλάτες μόνο τῶν μεγαλυτέρων,

ἀποποιούμενα ὁποιασδήποτε ἀτομικῆς εὐθύνης.

Παρά τήν πιό πάνω ἀνώριμη, ὁπωσδήποτε, στάση ζωῆς

πού πολλές φορές κρατοῦν, τά παράπονα τῶν παιδιῶν παραμέ-

νουν δίκαια. Δίκαια, ἀλλά καί κοινά γιά ὅλες τίς ἡλικίες («μοιά-

ζουν στά δικά μου», λέει ὁ στίχος). Παράπονα γιά τά χαμόγελα τά

δῆθεν ζεστά, τίς λέξεις τίς δῆθεν γλυκές, τίς ψεύτικες ἀγκαλιές

καί τίς πληρωμένες ὑποσχέσεις ἀπό παραμορφωμένες φάτσες

δῆθεν ἀγγέλων. Ὄλων ἐκείνων (νά τολμήσω νά πῶ ὅλων μας;),

1 Κείμενο Αὐτοδιαχειρομένου Κοινωνικοῦ Χώρου Χαλκίδας «Οὐλαλούμ»

πού «ἀπολαμβάνουμε» τήν πτωμαΐνη τῆς καταναλωτικῆς

εὐζωΐας μας, ἀκόμη καί τώρα σέ καιρούς κρίσεως, πού

ἐξακολουθοῦμε, παρά τήν τραγική διάψευση τῶν ἐλπίδων πού

ἐναποθέσαμε σέ ἀνθρώπους, νά φανατιζόμαστε καί νά στρα-

τευόμαστε σέ μικρονοϊκά κομματικά παιχνίδια (ἐσχάτως δέ πού

ἔχουν νά κάνουν μέ τά κάθε λογῆς «ἄκρα»), πού πολλές φορές

καταντήσαμε ζητιάνοι ὄχι μόνο χρημάτων, ἀλλά καί ἐπιτυχίας,

κρατώντας σφιχτά τά σημαδεμένα τραπουλόχαρτα τῆς φτηνῆς

ἀνάγκης γιά ἀναγνώριση ἀπό ἐχθρούς καί φίλους.

Ἴσως μοῦ πεῖτε ὅτι ὅλα αὐτά τά παράπονα δέν εἶναι πά-

ντοτε δίκαια. Δέν θ’ ἀπαντήσω τώρα, ἴσως καί νά μήν χρειάζεται.

Ἕνα εἶναι βέβαιο! Δίκαια ἤ ἄδικα, τά παράπονα πρέπει νά

ἐκφράζονται (τόν τρόπο τόν σωστό καλούμαστε νά βροῦμε) καί

ὄχι νά ἀπωθοῦνται. Γιατί ἡ ἀπώθηση ὁδηγεῖ στήν μελαγχολία:

«Τά παιδιά πού συναντῶ μελαγχολοῦν, βλέπουν τό μέλλον σάν

ἀγάπη πού ‘χει ἀργήσει». Ἡ μελαγχολία κι’ ἡ ἀπογοήτευση εἶναι

κακός σύμβουλος. Καλλιεργεῖ ἀλλότριες συμπεριφορές,

ἐγκλωβίζει σέ ψεύτικους κι’ ὁλοκληρωτικά χαμένους παραδεί-

σους, ἀκόμη καί σέ «ἄσχετες» σχέσεις: «πίνουν, καπνίζουν κι’

ἀγαποῦν», λές καί πασχίζουν νά γλυκάνουν καπως μέ τήν πίκρα

τοῦ τσιγάρου, τήν στιφάδα τοῦ ποτοῦ καί τίς «ἀνόητες ἀγάπες» τό

θειάφι τῆς ἀπελπισίας πού καίει τά σωθικά τους.

Παντοειδεῖς ἐξαρτήσεις παντοῦ: οὐσίες, μέσα ἐπικοινωνίας

(ἀπομόνωσης καταντοῦν πολλές φορές), ἀκόμη καί ἄνθρωποι. Σ’

ὅλα αὐτά ὅμως δέν ὑπάρχει σωτηρία, γιατί δέν συνιστοῦν ζωή,

ἀποτελοῦν φαντασία. Κι’ εἶναι τεράστια ἡ ἀπόσταση πού χωρίζει

τή ζωή ἀπό τήν φαντασία. Ὅταν ἔχεις τήν πρώτη, τή ζωή,

ξεπερνᾶς κάθε πιθανή ἡμερομηνία λήξης. Ὅταν περπατᾶς (κα-

λύτερα παραπατᾶς) σέ φανταστικούς καί ψεύτικους κόσμους

καταντᾶς ζωντανός – νεκρός, ἴδια μούμια κι’ ἀκόμη χειρότερα,

πολλές φορές θεατής αὐτῆς τῆς μούμιας πού εἶσαι ἐσύ ὁ ἴδιος,

ὥστε νά τιμωρεῖσαι διαρκῶς, νά ζεῖς ἀπό τῶρα στήν κόλαση. Καί

γι’ αὐτό δέν κάνεις ὄνειρα ἤ κι’ ὅταν κάνεις, ἐπειδή δέν εἶναι καρ-

πός τῆς ἐλευθερίας σου, ἀλλά συνέπεια τῆς ὑποδούλωσής σου σέ

μύριες τόσες ἐξαρτήσεις («κάνουνε ὄνειρα τίς νύχτες ὅταν πιοῦν»),

δέν τολμᾶς νά τά ζήσεις. Γιατί ἡ ἐξάρτησή σου θανάτωσε τό «θέ-

λω» σου, θανάτωσε αὐτό πού στ’ ἀλήθεια ἀγαπᾶς.

Τά παιδιά πού συναντῶ, ὅμως, «ἀγαποῦν». Ὄντως

ἀγαποῦν; Ἄν ἔχουμε τό θᾶρρος, ἄς κοιτάξουμε μιά ματιά γύρω

καί κυρίως μέσα μας; Πῶς ἀγαποῦμε; Πῶς ἐρωτευόμαστε;

Ποθοῦμε τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, πού εἶναι δηλωτικό τοῦ ὅλου

ἀνθρώπου; Ἤ ποθοῦμε ὅ,τι κρύβει τό πρόσωπο καί τό

περιθωριοποιεῖ, κομματιάζοντας στήν πραγματικότητα μέ αὐτόν

τόν τρόπο τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο; Κοιτᾶξτε, σᾶς παρακαλῶ, πολλά

ἀπό τά ζευγάρια τοῦ σήμερα: Ἀμίλητοι ἄνθρωποι μεταξύ τους,

ἰσχυρίζονται ὅτι ἀγαπιοῦνται, ὅτι εἶναι ἐρωτευμένοι. Ἀμίλητοι,

δίχως ἀνταλλαγή, δίχως ἐκμυστηρεύσεις, δίχως βλέμματα, δίχως

παράπονα, δίχως περιέργεια, δίχως συμπόνοια. Δίχως σχέση.

Ἀμίλητοι σάν τήν σκληρότητα καί τή νεκρική σιγαλιά τῆς κόλα-

σης, ὅπου ὁ ἕνας δέν μπορεῖ νά κοιτάξει τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου.

Δίχως διάθεση νά δώσουν, παρά μόνο νά πάρουν. Νά πάρουν καί

σάν κλέφτες νά φύγουν!

Κι’ ὅλα αὐτά τά παιδιά πῶς τά κάνουν; «...ὅπως κι’

ἐγώ»........., «ὅμως κανένας τους δέν ἦρθε πιό κοντά μου». Πιστεύ-

ουμε πολλές φορές ὅτι προσεγγίζουμε τά παιδιά, τήν φιλοσοφία

τους, τίς σκέψεις τους, τά ὄνειρα καί τά ὀράματά τους, ἄν γίνουμε

ἕνα μ’ αὐτά στά πάθη τους, τά λάθη τους καί τίς άδυναμίες τους ἤ

ἄν τούς ἀνοίξουμε δρόμο γι’ αὐτά ὅλα τά λάθη, πού πρώτοι ἐμεῖς

διαπράξαμε. Πόσο, ἀλήθεια, ἀπατώμεθα! Ἀκόμα κι’ ἄν γίνουμε

ἕνα μέ τά παιδιά στά λόγια, τίς ἐξαρτήσεις, τίς τραγικές ἀγάπες,

δέν θά κατορθώσουμε τίποτε περισσότερο, ἀπό τό νά ἐνταχθοῦμε

κι’ ἐμεῖς στό σορό τῶν καμμένων τους φίλων. Ναί! Καμμένοι θά

μιάζουμε κι’ ἐμεῖς ὅλοι, οἱ δῆθεν βολεμένοι, μέ τίς σίγουρες

ἰδεολογικές πεποιθήσεις (κι’ ὁ Θεός πού λέμε ὅτι πιστεύουμε, σάν

ἰδεολόγημα μοιάζει πολλές φορές), μέ τίς νομικές κατοχυρώσεις

τῶν δικαιωμάτων μας, θλιβερές μαριονέτες σ’ ἕνα παιχνίδι

«ἐντελῶς στημένο, κι’ ἀπό πρίν ξεπουλημένο», πού θεωροῦμε

πραγματικό μόνο καί μόνο γιατί αὐτό μᾶς πληροφοροῦν οἱ

ἀπατηλές μας αἰσθήσεις καί ἡ κατ’ ἐπίφασιν διαλεκτική μας

ὀξύνεια.

Οἱ παραπάνω διαπιστώσεις εἶναι ἐπώδυνες, ὁπωσδήποτε,

ἀλλά φανερώνουν τό πόσο σαθροί εἶναι οἱ ἀμμόλοφοι, πάνω

στούς ὁποίους θελήσαμε νά οἰκοδομήσουμε τήν ἴδια μας τή ζωή.

Ἀμμόλοφοι πού τούς προβάλαμε ἤ καί τούς πιστέψαμε σάν

ἀσάλευτους πύργους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως τελικά ἀποδείχθηκε, δέν

εἶχαν ἰσχυρά θεμέλια.

Στό κατά Ματθαῖον ἱερό Εὐαγγέλιο (7, 25), ὑπάρχει ἡ ἑξῆς

φράση πού ἀναφέρεται στήν ἀνοικοδόμηση ἑνός σπιτιοῦ ἀπό κά-

ποιον ἄνθρωπο. Δέν θά μπῶ στόν πειρασμό νά σᾶς τό μεταφρά-

σω, δέν θέλω νά σᾶς ὑποτιμήσω προσφέροντάς σας μασημένη

τροφή, ἀλλά σᾶς καλῶ νά ἐνεργοποιήσετε τίς ἀντιληπτικές σας

ἰκανότητες. Τό σπίτι, λοιπόν, ἔχει ἤδη τελειώσει «Kαὶ κατέβη ἡ

βροχὴ, καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ, καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι,

καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσε· τεθεμελίωτο γὰρ

ἐπὶ τὴν πέτραν» (Ματθ. 7, 25). Ἡ ζωή ἡ πραγματική θεμελιώνεται

μέ στέρεα ὑλικά, ὄχι μέ σαπισμένα ξύλα. Ἡ ζωή ἀπαιτεῖ θεμέλιο

ἀσάλευτο, πέτρα γερή... «Ἡ δέ πέτρα ἐστίν ὁ Χριστός».

Φίλες καί φίλοι, ὁ Θεός πού ἡ Ἐκκλησία κηρύττει δέν

προσπαθεῖ, ἁπλά, νά «μοιάσει» μ’ ἐμᾶς, ἀλλά εἶναι ὄντως ἕνας

ἀπό μᾶς. Ὁ Θεός πού ἔγινε καί ἄνθρωπος κι’ αὐτός εἶναι ὁ Χρι-

στός μας. Ὁ ἀληθινά δικός μας ἄνθρωπος κι’ ὁ ἀληθινά δικός μας

Θεός. Ἐκεῖνος πού δέν ἔμεινε μόνο σέ μιά ἐπιπόλαια συνάντηση

μαζί μας, ἀλλά σαρκώθηκε καί ἀνέλαβε ἐπάνω Του ὅλη τήν

ἀνθρώπινη φύση, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία κι’ ἔφθασε μέχρι τόν

θάνατο, μπῆκε μέσα στό χῶμα, γιά νά μᾶς τραβήξει ἀπό τήν

πτώση μας καί νά μᾶς χαρίσει καί πάλι τή ζωή.

Αὐτός ὁ Θεός δέν ἔχει σχέση μέ τά ἰδεολογήματα πού οἱ

ἄνθρωποι, ἀκόμη κι’ οἱ ἄνθρωποι τῆς θρησκείας κατασκευάζουν

καί προβάλλουν ὡς θεό. Ἰδεολογήματα πού, ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν

ψεύτικα, πολλές φορές, ἔδιωξαν πολλούς ἀπό κοντά Του. Ὁ Θεός

ὁ δικός μας δέν εἶναι ἡ σίγουρη λύση σέ κάθε πρόβλημα, τόσο

θωρακισμένη ὅσο καί οἱ νεκρές ἔννοιες τῆς λογικῆς μας. Ὁ Θεός

μας εἶναι ἀβεβαιότητα, εἶναι ρίσκο καί Τόν γνωρίζουμε παλεύο-

ντας μιά σχέση, ὄχι κατακτῶντας ἕνα νόημα. Κι’ ἡ ἐλευθερία πού

μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός εἶναι ὅ,τι πιό ζόρικο μπορεῖ νά ὑπάρξει σέ

τοῦτο τόν κόσμο, γιατί απαιτεῖ κόπο καί μόχθο καί θυσία, ὅπως

ὅταν χτίζεις ἕνα γερό σπίτι. Ἔτσι ἀκριβῶς καί γιά νά χτίσεις ἐπ’

ἐλευθερία τήν σχέση σου μέ τό Θεό, καλεῖσαι νά περάσεις ἀπό

λαβύρινθους τῆς ἑρήμου χωρίς ὀρατούς δεῖκτες. Ν’ ἀνοίξεις τά

μάτια καί τ’ αὐτιά τῆς ψυχῆς σου, νά ἐνεργοποιήσεις ὅλες τίς

ἀντιληπτικές σου ἰκανότητες γιά νά συλλάβεις τίς νύξεις καί τά

νοήματά Του, πού κι’ αὐτά ὅταν ἔρθουν εἶναι εὔκολο ν’

ἀμφισβητηθοῦν. Ν’ ἀντέξεις τήν ἐλευθερία πού σοῦ δίνει ἀκόμη

καί νά Τόν ἀρνηθεῖς, νά Τόν σταυρώσεις, νά ξενιτευτεῖς, νά Τόν

προδώσεις. Καί μέσα ἀπ’ τά παθήματά σου, τελικά νά συνειδητο-

ποιήσεις ὅτι μόνο γιά τήν ἐλευθερία σου ἀξίζει νά σκλαβωθεῖς.

Ἄλλωστε, ὁ ποιητής λέει καί τό βλέπουμε νά γίνεται πράξη στή

ζωή τοῦ Μεγαλομάρτυρος Ἀγίου Δημητρίου, ἀλλά καί τόσων

πολλῶν Ἁγίων στό διάβα τῆς ἰστορικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας,

ὅτι οἱ ἀληθινά «ἐλεύθεροι κι’ ὠραῖοι ζοῦν σέ κάποιες φυλακές».

Σκεφθεῖτε ὅτι ἀληθινή ἐλευθερία δέν εἶναι ἡ ἐπιλογή με-

ταξύ τοῦ ναί καί τοῦ ὄχι, ἀλλά ὁ μονόδρομος τοῦ ναί τῆς ἀγάπης,

τό νά καταφάσκει ἡ ὕπαρξή σου στήν ὕπαρξη τῶν ἄλλων. Καί ἡ

ἀγάπη δέν εἶναι συναίσθημα, ἀλλά πράξη, τρόπος ὕπαρξης, πρό-

σωπο συγκεριμένο. Καί πραγματικά ἐλεύθερος εἶσαι ὅταν

ἀγαπᾶς μέ ὁλόκληρο τό εἶναι σου κι’ ὄχι ἁπλά μέ τά συναισθή-

ματά σου. Ὅταν ἐμπιστεύεσαι τόσο τόν Θεό, ὥστε νά μήν διστά-

ζεις γιά τήν ἀγάπη Του νά δίνεις τή ζωή σου, ἔχοντας τήν βεβαιό-

τητα ὅτι δέν θά χαθεῖς, ἀλλά θά ζήσεις σέ μιά ἐντελῶς καινούρια

πραγματικότητα κι’ ὅτι ἀκόμη κι’ ἄν πεθάνεις, θά ‘ρθει ἐκείνη ἡ

εὐλογημένη ὥρα πού μαζί μέ ἀναρίθμητες στρατιές κεκοιμημέ-

νων (ὄχι νεκρῶν, προσέξτε παρακαλῶ τή δυναμική τῶν λέξεων)

θ’ ἀναστηθεῖς γιατί Ἐκεῖνος πού διάβηκε μαζί μέ μᾶς τό κατώφλι

τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός, «πρωτότοκος ἐκ νεκρῶν ἐγένετο», ἦταν

κι’ ὁ πρῶτος πού ἀναστήθηκε καί μ’ αὐτή τήν Ἀνάσταση μᾶς βε-

βαίωσε καί γιά τήν δική μας προοπτική κι’ ἐλπίδα: Ἄν ὁ Χριστός

ἀναστήθηκε γιά νά μήν ξαναπεθάνει ποτέ, τότε κι’ ἐγώ, κι’ ἐσύ

κι’ ὁ καθένας μποροῦμε νά ἐλπίζουμε σέ μιά ζωή χωρίς θάνατο.

Κι’ ἄν αὐτό σᾶς μοιᾶζει ἐξίσου ὀνειρικό καί ψεύτικο, δέν θά

προσπαθήσω νά σᾶς πείσω. Τό μόνο πού σᾶς ζητῶ εἶναι νά μήν

σκλαβωθεῖτε στή λογική σας καί σ’ ὅσα σᾶς «ταΐζει» ὁ κόσμος.

Ἀποτινᾶξτε κάθε τί πού πιστεύατε ὅτι ἀποτελεῖ ἰδέα καί

ἀντίληψη περί τοῦ Θεοῦ κι’ ἀφεθεῖτε ἐλεύθερα στό Χριστό καί τήν

Ἐκκλησία Του. Τό δικό Του τό πρόσωπο κοιτᾶξτε καλά, μήν Τόν

ταυτίσετε μ’ ἐμένα καί μ’ ὅλους σάν κι ἐμένα, τούς ἐφήμερους

ἐκπροσώπους του ἤ καί μ’ ἐκείνους πού φέρουν τ’ ὄνομα τοῦ

χριστιανοῦ.

Προσέξτε, ὅμως! Μήν ψάξετε μόνοι κι’ απομονωμένοι τόν

Χριστό. Ὁ ἴδιος τό εἶπε: «Ὅπου γάρ εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς

τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20). Ὁ Χριστός

φανερώνεται στή σύναξη, στή συνάντηση, στήν Λειτουργία πού

μᾶς προσφέρεται γιά νά κοινωνήσουμε τό Σῶμα Του καί τό Αἵμα

Του κι’ ἔτσι νά μένει μαζί μας παντοτινά. Ὁ Χριστός φανερώνεται

στήν Ἐκκλησία. Κι’ ἐπειδή ἔτσι συμβαίνει, τότε στ’ ἀλήθεια

«ἄξιζε νά ὑπάρξουμε γιά νά συναντηθοῦμε». Γιατί συναντιό-

μαστε μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό κι’ ἀπ’ αὐτή τήν συνάντηση δέν

ὑπάρχει τίποτε ὀμορφότερο σέ τοῦτο τόν κόσμο.

Σεβαστοί μου πατέρες καί φίλοι τοῦ Χριστοῦ μας,

«Τά παιδιά πού συναντῶ...», μετά Χριστόν καί σύν Χριστῷ,

δέν μελαγχολοῦν... ἡ ἀγάπη δέν ἀργεῖ πιά... «Ἦρθε ἡ ἀγάπη!

Ἦρθε!» γιά νά θυμηθῶ ἕνα τραγούδι τοῦ Γιάννη Μαρκόπουλου

ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῶν Δημητρίων.

«Τά παιδιά πού συναντῶ...», μετά Χριστόν καί σύν Χριστῷ,

κλείνουν τ’ αὐτιά τους στούς νεκρώσιμους κρότους τοῦ παρελθό-

ντος καί τ’ ἀνοίγουν στήν ὑπερκόσμια μελωδία τοῦ μέλλοντος.

 «Τά παιδιά πού συναντῶ...», μετά Χριστόν καί σύν Χριστῷ,

δέν ὀνειρεύονται πιά στά σκοτάδια τῆς νύχτας. Τά δικά τους

ὄνειρα ἔχουν Φῶς! Πολύ Φῶς! Ἔχουν τόν Ἤλιο γιά νά τά συντρο-

φεύει.

Τόν Ἤλιο τό νοητό τῆς δικαιοσύνης, τόν Θεό τοῦ Δημητρί-

ου, τόν Γιό τῆς δοξαστικῆς Μυρσίνης Παναγιᾶς, τόν Χριστό μας, ὁ

Ὁποῖος, εὐχηθεῖτε Σεβασμιώτατε, νά μᾶς βοηθᾶ ὅλους,

ἰδιαιτέρως τά παιδιά πού ὄχι ἐγώ, ἀλλά Ἐκεῖνος πρῶτος συνά-

ντησε!__