Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

ΕΦΚΑ: Ελλειμμα 6,5 δισ. σε βάθος 40ετίας εάν «παγώσει» η αύξηση εισφορών


Στα 315 εκατ. ευρώ εκτιμώνται για το 2023 τα έσοδα του ΕΦΚΑ από την αύξηση των εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών με βάση τον πληθωρισμό. Aν η αύξηση δεν εφαρμοστεί θα επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός και θα δημιουργηθεί μελλοντικά αναλογιστικό έλλειμμα της τάξης των 6,5 δισ. ευρώ. Η αύξηση του πληθωρισμού το 2022 λόγω της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί πονοκέφαλο στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, καθώς, παρότι δηλώνει αποφασισμένη να εφαρμόσει τον νόμο Ν. 4670/2020, που προβλέπει την αναπροσαρμογή των εισφορών σε μη μισθωτούς, με βάση το επίπεδο του πληθωρισμού, δεν μπορεί και να κλείσει τα αυτιά στις πιέσεις των φορέων που ζητούν να μην εφαρμοστεί για ένα χρόνο η σχετική διάταξη.

Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββα Ρομπόλη και τον δρα του ίδιου πανεπιστημίου Βασίλη Μπέτση, αυτό που θα συμβεί στην περίπτωση που παγώσει η διάταξη μόνο για το 2022, όπως ζητούν οι φορείς των ελευθέρων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολουμένων και των αγροτών είναι ότι ο ΕΦΚΑ δεν θα εισπράξει εισφορές ύψους 315 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 224 εκατ. θα αφορούν τη σύνταξη. Αυτό το ποσό, σε βάθος περίπου 40 ετών, και συγκεκριμένα μέχρι το 2060, εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 6,5 δισ. ευρώ. Επομένως, εάν αποφασιστεί να μην αναπροσαρμοστούν οι ασφαλιστικές κατηγορίες, σύμφωνα με τον πληθωρισμό του 2022 και μόνο για το έτος αυτό, επισημαίνουν οι δύο ειδικοί που γνωρίζουν καλά την κοινωνική ασφάλιση, θα προκληθεί συνολική αναλογιστική απώλεια 6,5 δισ. ευρώ που θα κληθεί να καλύψει το Δημόσιο μέσω της κρατικής χρηματοδότησης.

Επιπλέον 315 εκατ. θα πρέπει να καταβάλουν οι μη μισθωτοί το 2023 λόγω της ανόδου του πληθωρισμού.

Στην πράξη, πάντως, μια πιθανή αύξηση της τάξης του 9% θα επέφερε για το 80% των μη μισθωτών που έχουν επιλέξει να ασφαλίζονται στην 1η κατηγορία ετήσια επιβάρυνση της τάξης των 238 ευρώ, κάτι λιγότερο, δηλαδή, από 20 ευρώ τον μήνα. Ποσό που εκτιμούν στο υπουργείο Εργασίας πως δεν είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό για την πλειοψηφία των μη μισθωτών και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα οδηγούσε σε λουκέτο των επιχειρήσεων. Επισημαίνουν, μάλιστα, ότι με τις αυξήσεις που έχουν γίνει στον κατώτατο μισθό, ένας μη μισθωτός καταβάλλει ήδη 7,3% λιγότερες εισφορές ετησίως από έναν μισθωτό που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, με αποτέλεσμα πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες – εργοδότες να καταβάλλουν για τους υπαλλήλους τους υψηλότερες εισφορές από ό,τι για τους ίδιους. Και συμπληρώνουν πως επιλέγοντας χαμηλότερες εισφορές, επιλέγουν και χαμηλότερη σύνταξη.

Σύμφωνα πάντως με μελέτη των κ. Ρομπόλη και Μπέτση, η βάση υπολογισμού των εισφορών των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών είναι διαφορετική και αν η σύγκριση γίνει μόνο για τις εισφορές κύριας σύνταξης, τότε οι εισφορές της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας των μη μισθωτών αντιστοιχούν σε μισθό 775 ευρώ και οδηγούν σε σύνταξη της τάξης των 752 ευρώ.

Ξεκαθαρίζουν, μάλιστα, οι δύο επιστήμονες ότι σε ένα ανταποδοτικό σύστημα, το ύψος των συντάξεων καθορίζεται τόσο από το ύψος των εισφορών όσο και τα έτη ασφάλισης (ποσοστά αναπλήρωσης), ενώ σημειώνουν ότι οι αναλογιστικές απώλειες του συστήματος της τάξης των 6,5 δισ. ευρώ σε βάθος 40ετίας θα μπορούσαν να περιοριστούν στα 90 εκατ. τον χρόνο ή 3,6 δισ. έως το 2060, εάν η αύξηση μόνο για το δύσκολο 2023 ήταν της τάξης του 4% και όχι του 9%.




kathimerini.gr της Ρούλας Σαλούρου