MY KTEO

Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

Τι εμποδίζει την πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών στα νέα φάρμακα


Παρά τη συνεχή έρευνα στα νέα φάρμακα, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την πρόσβαση των ασθενών σε νέες καινοτόμες θεραπείες είναι μεγάλο, γεγονός που δημιουργεί ολοένα και περισσότερες ανισότητες στην πρόσβαση. Τόσο οι ρυθμιστικές αρχές όσο και οι πληρωτές (payers) έχουν εφαρμόσει μια σειρά μέτρων πρώιμης πρόσβασης, για τα οποία κρίνεται επιτακτική η ανάγκη επανεξέτασής τους, καθώς και η χάραξη νέων στρατηγικών.

Από τη Βίκυ Κουρλιμπίνη

Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Φαρμακευτικών Βιομηχανιών (EFPIA), επιχειρώντας να εξετάσει τον βαθμό πρόσβασης των ασθενών στις νέες καινοτόμες θεραπείες, διενεργεί από το 2004 ετήσιες έρευνες, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εκτιμήσεις του γενικού δείκτη W.A.I.T. (Waiting to Access Innovative Therapies) και των δύο επιμέρους δεικτών: α) της διαθεσιμότητας των νέων καινοτόμων θεραπειών (κατά την περίοδο 2018-2021 για την παρούσα έρευνα) και β) του χρόνου που απαιτείται από την ημερομηνία έγκρισής τους από τον ΕΜΑ έως την ημερομηνία αποζημίωσής τους από τα συστήματα υγείας. 

Όπως φαίνεται από τα πιο πρόσφατα δεδομένα της έρευνας (2022), εντοπίζονται σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών, τόσο στον αριθμό των προϊόντων που είναι διαθέσιμα όσο και στα χρονοδιαγράμματα που απαιτούνται για την αποζημίωσή τους. Οι ασθενείς σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να περιμένουν δέκα φορές περισσότερο από τους ασθενείς σε άλλες χώρες για να αποκτήσουν πρόσβαση στο ίδιο φάρμακο. 

Σύμφωνα με την έρευνα, παρατηρείται ότι από το σύνολο των 168 φαρμάκων που αδειοδοτήθηκαν κατά την περίοδο 2018-2021 από τον ΕΜΑ, μόλις 76 φάρμακα κατά μέσο όρο ήταν διαθέσιμα στις χώρες της Ευρώπης (δείγμα 37 χωρών), ήτοι 45%, ενώ για τα ελληνικά δεδομένα η μέση διαθεσιμότητα των νέων καινοτόμων θεραπειών εκτιμάται περίπου στο 32%. 

Επιπροσθέτως, ο μέσος χρόνος που χρειάζεται για την αποζημίωση ενός φαρμάκου σε ευρωπαϊκό επίπεδο ανέρχεται σε 517 μέρες, ενώ η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σημαντικά, καθώς ο μέσος χρόνος αποζημίωσης υπολογίζεται περίπου στις 674 ημέρες, με τα γενόσημα και τα βιοομοειδή σκευάσματα να κυμαίνονται περίπου στις 300 ημέρες, ενώ τα καινοτόμα περίπου στις 1.000 ημέρες. 

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, ειδικά σε ό,τι αφορά τα ογκολογικά καινοτόμα σκευάσματα, η μέση διαθεσιμότητα στην Ευρώπη εκτιμάται περίπου στο 50%, ενώ οι ογκολογικές θεραπείες είναι διαθέσιμες στους Έλληνες ασθενείς σε περίπου 540 μέρες από την ημερομηνία λήψης της έγκρισης. Αντίστοιχα, όσον αφορά τα ορφανά φάρμακα, παρατηρείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέση διαθεσιμότητα της τάξεως του 39%, χωρίς ωστόσο να επισημαίνεται στην εν λόγω μελέτη τι ποσοστό των ορφανών φαρμάκων διατίθεται μέσω ειδικών διαδικασιών και ΙΦΕΤ.

Τα βαθύτερα αίτια όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα εντοπίζονται σε ζητήματα που αφορούν τις πρακτικές των αυτόματων επιστροφών και εκπτώσεων, οι οποίες μαστίζουν ιδίως τα καινοτόμα φάρμακα με υπέρογκα ποσά και κάθε χρόνο τείνουν να αυξάνουν δραματικά και ως απόλυτος αριθμός αλλά και ως ποσοστό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διακυβεύεται η εξασφάλιση των θεραπειών για τους πολίτες και να υπονομεύεται η εισαγωγή νέων καινοτόμων θεραπειών στην Ελλάδα. 

Ακόμα μία βασική αιτία αφορά την ύπαρξη πολύ οικονομικών θεραπειών, οι οποίες τίθενται εν αμφιβόλω, αφού πλέον δεν παρουσιάζουν οικονομικό και εμπορικό ενδιαφέρον από τις εταιρείες εξαιτίας του αυξημένου κόστους. Οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής είναι να αποσυρθούν τα "φθηνά" φάρμακα από την αγορά και να υποκατασταθούν με ακριβότερα σκευάσματα και θεραπείες ή να εισαχθούν μέσω ΙΦΕΤ σε πολλαπλάσια τιμή, επιβαρύνοντας τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και αυξάνοντας τη συμμετοχή των ασθενών. 

Επίσης, έχει ιδιαίτερη σημασία να αναφερθεί ότι στην Ευρώπη υπάρχουν χώρες με πολύ διαφορετικά επίπεδα εισοδήματος, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να κυμαίνεται από 13.000 ευρώ έως 132.000 ευρώ ετησίως. 

Όπως αποτυπώνεται σε πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), για το έτος 2021, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (243 ευρώ, έναντι 321 ευρώ), ενώ η ιδιωτική υπερβαίνει σημαντικά το αντίστοιχο μέσο μέγεθος (200 ευρώ, έναντι 135 ευρώ). Η απόκλιση ερμηνεύεται από το γεγονός πως η εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη χρηματοδοτείται κατά το ήμισυ (50,4%) από δημόσιους πόρους, καθώς το 33,3% αυτής επιστρέφεται από τη φαρμακοβιομηχανία (μέσω υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών) και το 16,4% από τους ασθενείς, με τη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη να χρηματοδοτείται επίσης κατά 50% από το σύστημα υγείας και το υπόλοιπο από τη βιομηχανία. Μέχρι και σήμερα το πρόβλημα συνεχίζεται και τα νούμερα αναμένεται να φτάσουν στη νοσοκομειακή δαπάνη το 60% και στην εξωνοσοκομειακή δαπάνη το 50%. 

Όπως σημειώνουν εκπρόσωποι της φαρμακευτικής αγοράς, η ανάγκη για διάλογο προκειμένου να βελτιωθεί η αλυσίδα μεταξύ των υφισταμένων διαδικασιών χρήζει δέουσας σημασίας, καθώς επίσης και η ανάγκη ύπαρξης ενός ορθού συστήματος και δυναμικής εγχώριας βιομηχανίας που θα διασφαλίσει την επάρκεια φαρμάκων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Υπενθυμίζουν, άλλωστε, τα σημαντικά προβλήματα που προκλήθηκαν με την απαγόρευση των εξαγωγών κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19 από τις ασιατικές χώρες.



capital.gr