Μεταβολή της τάξης του 10,8% έως 11,4% στο κόστος του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, σε σύγκριση με το αντίστοιχο τραπέζι του 2022, διαπιστώνει το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝ.ΕΜ.Υ.-ΕΣΕΕ). Την ίδια στιγμή, ο ΣΕΛΠΕ, σε στοχευμένη έρευνα, καταγράφει ότι ένας στους δύο Έλληνες θα μειώσει τις δαπάνες τις καταναλωτικές του δαπάνες το επόμενο εξάμηνο.Το Ινστιτούτο, σύμφωνα με την πάγια πρακτική του, κατέγραψε με επιτόπια τιμοληψία και συνεντεύξεις με key-informers της αγοράς, τις τιμές τόσο από αλυσίδες σούπερ μάρκετ όσο και από ειδικευμένα καταστήματα λιανικής (π.χ. ζαχαροπλαστεία/ κρεοπωλεία κ.λπ.), καθώς και από τη Βαρβάκειο Αγορά.
Mετά την εορταστική περίοδο, το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ γνωστοποίησε ότι
πρόκειται να διενεργήσει πανελλαδική έρευνα σχετικά με την εξέλιξη των πωλήσεων
κατά την εορταστική περίοδο στις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου.
Ένας στους δύο καταναλωτές θα μειώσει τις δαπάνες για αγορά
προϊόντων το επόμενο εξάμηνο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα καταναλωτικού κλίματος
λιανεμπορίου που πραγματοποίησε ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων & Λιανικής
Πωλήσεως Ελλάδος με την επιστημονική υποστήριξη του εργαστηρίου ELTRUN του
Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Επίσης, το 43% εκτιμά ότι οι δαπάνες για αγορές προϊόντων το
πρώτο εξάμηνο του 2024 θα είναι μειωμένες, ενώ μόλις το 20% ότι θα είναι
αυξημένες. Λίγο καλύτερη είναι η εικόνα για τις υπηρεσίες (εισιτήρια, εστίαση)
για τις οποίες εκτιμάται μείωση από το 28% των καταναλωτών αύξηση από 18%.
Αυξητική είναι η μέτρηση σε σχέση με τη φορολογία για την
οποία το 60% εκτιμά ότι θα μείνει αμετάβλητη, το 12% ότι θα παρουσιάσει μείωση
και το 28% αύξηση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι καταναλωτές αναμένουν μείωση των
δαπανών για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και μικρή αύξηση για δαπάνες
διασκέδασης και ανησυχία για τις λοιπές δαπάνες παγίων εξόδων.
Σύμφωνα με τους καταναλωτές, οι δαπάνες για λογαριασμούς
αποτελούν μαζί με τις αγορές προϊόντων την μεγαλύτερη δαπάνη τους ως ποσοστό
του εισοδήματος τους. Συγκεκριμένα, οι δαπάνες αγορών αποτελούν 30% των
δαπανών, ενώ οι δαπάνες λογαριασμών 29%.
Σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες δαπανών, καταγράφεται
μια ελαφρώς αυξητική τάση, όμως οι δαπάνες για λογαριασμούς, ενοίκια και φόρους
αντιπροσωπεύουν πλέον τα 2/3 του συνολικού οικογενειακού εισοδήματος.
Σημειώνεται, ότι για ακόμα μία μέτρηση το ποσοστό δαπανών εκτιμάται από τους
ίδιους τους καταναλωτές ότι υπερβαίνει το διαθέσιμο εισόδημα τους κατά περίπου
20%. Η μέτρηση αυτή αποδίδεται σε ένα γενικότερο φαινόμενο των τελευταίων ετών
δαπάνης άνω των εισοδημάτων, αλλά και μειωμένης δήλωσης εισοδημάτων.