Ουδείς υποτιμά τη σημαίνουσα κοινωνική και ανθρωπιστική «σφραγίδα» που φέρει το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια και την τεκνοθεσία. Προφανώς είναι ένα ζήτημα που θα ετίθετο-αργά ή γρήγορα- και στην ελληνική κοινωνία, όπως έχει συμβεί στις υπόλοιπες προηγμένες δυτικές ευρωπαϊκές χώρες. Η πολιτική διάσταση που έχει λάβει, όμως, σε βάρος άλλων μείζονων ζητημάτων που απασχολούν τους Έλληνες πολίτες, ενδεχομένως και να φτάνει στα όρια της υπερβολής. Στον κόσμο οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές όπως και τα ζητήματα που ιεραρχικά βρίσκονται στην κορυφή. H ακρίβεια και οι συνεχείς ανατιμήσεις σε βασικά είδη και προϊόντα είναι ο μόνιμος «πονοκέφαλος» για τους πολίτες, ενώ και το έλλειμμα ασφάλειας αποτελεί επίσης μια μόνιμη πηγή προβληματισμού για την κοινωνία. Στην προμετωπίδα των κορυφαίων ζητημάτων που τίθενται στο δημόσιο διάλογο είναι το νομοσχέδιο για την ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων, που αλλάζει τον χάρτη στην ανώτατη εκπαίδευση και είναι δίχως αμφιβολία, μια κομβική μεταρρύθμιση με έντονο κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα.
Η εμμονή και η ενασχόληση υπέρ το δέον και επί σειρά εβδομάδων με το ν/σ για τα ομόφυλα ζευγάρια, έχει κουράσει. Ενδεχομένως να λειτουργεί και ως αποπροσανατολιστικός παράγοντας, προκειμένου ο δημόσιος διάλογος να μην είναι εστιασμένος στα «καυτά» ζητήματα» της καθημερινότητας που απασχολούν τους πολίτες. Σ’ αυτό φέρει ευθύνη και η αντιπολίτευση, η οποία έχει παρασυρθεί στο πολιτικό γαϊτανάκι που σέρνει η κυβέρνηση, με φόντο τη ψήφιση του νομοσχεδίου, έχοντας αμελήσει τα άλλα καίρια τρέχοντα θέματα.
Μη γελιόμαστε, το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια δεν διαθέτει τη δυναμική για να μεταβάλλει άρδην την πολιτική σκηνή. Ούτε η κυβέρνηση θα πέσει ούτε τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα κλονιστούν συθέμελα. Αναταράξεις σαφώς σημειώνονται, κυρίως στο κυβερνητικό στρατόπεδο, ωστόσο και αυτές φαίνεται πως μετριάζονται και είναι διαχειρίσιμες πλέον για τον μηχανισμό του Μαξίμου.