Το θέμα της «δωρεάν» δημόσιας εκπαίδευσης έχει εξελιχθεί σε μέγγενη για εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες που αναγκάζονται να πληρώνουν μια περιουσία για κέντρα μελέτης, εντατικά φροντιστήρια, εξωσχολικές δραστηριότητες Τα παράδοξα του εκπαιδευτικού συστήματος μεταφράζονται σε δυσβάσταχτο για τους γονείς κόστος που καλούνται μηνιαίως να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη εν μέσω ακρίβειας την ίδια ώρα που οι μισθοί είναι καθηλωμένοι. Η κατάσταση όσο περνούν τα χρόνια γίνεται χειρότερη, με τα φροντιστήρια να έχουν πλέον πάρει τη θέση της βασικής εκπαίδευσης στο μυαλό γονιών και παιδιών.
Ενδεικτικό της κατάστασης τα αποτελε΄σματα της ειδικής
έρευνας της ΓΣΕΕ και του Ινστιτούτου Εργασίας σε συνεργασία με την ALCO για την
καταγραφή-μέτρηση αποτίμηση δεικτών σχετικά με το κόστος των εκπαιδευτικών
δαπανών στα οικογενειακά εισοδήματα των μισθωτών. Μεταξύ άλλων αποτυπώνεται ότι
ένας στους τρείς εργαζόμενους καταβάλει τουλάχιστον έναν κατώτατο μισθό για την
εκπαίδευση των παιδιών.
Αναλυτικά από την έρευνα προέκυψαν τα εξής ευρήματα:
• Το 91% των συμμετεχόντων στο δείγμα, δηλώνει ότι τα
τελευταία τρία χρόνια το κόστος των εκπαιδευτικών δαπανών αυξάνεται συνεχώς.
Παράλληλα ένα 20% των απαντήσεων του δείγματος δηλώνει ότι λαμβάνει υποστήριξη
από συγγενείς του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος, προκειμένου να καλύψει
τα κόστη των οικογενειακών ιδιωτικών εκπαιδευτικών δαπανών.
Τόσες και τόσες μεταρρυθμίσεις έγιναν τα τελευταία χρόνια,
τόσες υποσχέσεις υπήρξαν απ' όλες τις κυβερνήσεις, ότι το σχολείο «αλλάζει»,
«βελτιώνεται», «αναβαθμίζεται», αλλά στην πράξη οι οικογένειες συνεχίζουν να
χρυσοπληρώνουν για την εκπαίδευση των παιδιών τους.
Γενικότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα ευρήματα της
έρευνας, έχουν να κάνουν με την δικαιολογημένα διαφοροποιημένη επίδραση του κόστους
των ιδιωτικών υπηρεσιών εκπαίδευσης ανάλογα με το μέγεθος των νοικοκυριών και
την ύπαρξη εξαρτώμενων μελών στη σύνθεσή του. Οι δαπάνες υποστήριξης της
σχολικής επίδοσης σε φροντιστήρια, δομές εκμάθησης ξένων γλωσσών ή η υποστήριξη
της διαβίωσης των φοιτητών εκτός της οικογενειακής εστίας, αξιολογούνται από
τους ίδιους τους εργαζόμενους ως μη επιδεχόμενες εύκολα οποιαδήποτε μείωση,
στον βαθμό που αυτές συνδέονται με τις όποιες προσδοκίες θετικής κοινωνικής
κινητικότητας μέσω της επιτυχούς σχολικής επίδοσης.
Όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση της έρευνας της
" Θεωρούμε λοιπόν εμφανές ότι ο
τρόπος λειτουργίας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος συμβάλει στην αύξηση
του μεριδίου των ιδιωτικών δαπανών στην εκπαίδευση. Την ίδια στιγμή, μάλιστα,
που η δημόσια χρηματοδότηση συνεχίζει να διατηρείται σε ιδιαίτερα χαμηλά
ποσοστά.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι οι δημόσιες εκπαιδευτικές
πολιτικές που υιοθετούνται δεν λαμβάνουν στο βαθμό που θα όφειλαν την παράμετρο
του υψηλού κόστους των ιδιωτικών εκπαιδευτικών δαπανών που πραγματικά αυτές προκαλούν. Επιπλέον, δεν ενσωματώνεται
ως κρίσιμη παράμετρος των δημόσιων εκπαιδευτικών πολιτικών η διαφοροποιημένη
δομή των εκπαιδευτικών δαπανών ως ποσοστού του διαθέσιμου εισοδήματος,
αποτελώντας έναν επιπλέον παράγοντα ανισότητας για τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά.
Από αυτή την άποψη, θα προτείναμε κάθε νέα νομοθετική
παρέμβαση στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος να συνοδεύεται όχι μόνο
από εκτιμήσεις για το ύψος των δαπανών που αυτή θα προκαλέσει στο εθνικό
προϋπολογισμό, αλλά και από ρεαλιστικές εκτιμήσεις ως προς το ύψος των νέων
δαπανών που ενδεχομένως αυτή θα προκαλέσει στους οικογενειακούς
προϋπολογισμούς."