Το πρόβλημα δεν είναι καινούριο. Συζητιέται στο μεγαλύτερο
μέρος της μεταπολίτευσης. Ιδίως από τη στιγμή που εισήλθαμε στην περίοδο όπου
κατεξοχήν τα ΜΜΕ και ιδίως η τηλεόραση μπήκαν στη ζωή
μας, πριν περάσουμε στη
σημερινή πολλαπλή κυριαρχία της ψηφιακής οθόνης.
Αναφέρομαι στην προσπάθεια των κομμάτων να εμπλουτίζουν τα
ψηφοδέλτιά τους με διάφορες προσωπικότητες που συνήθως έχουν ακολουθήσει
διαδρομές εκτός πολιτικής κατά κύριο λόγο στο ευρύτερο φάσμα αυτού που λέμε
show biz.
Το σκεπτικό γνωστό: οι άνθρωποι δεν παρακολουθούν τόσο στενά
την πολιτική, ούτε ενημερώνονται εξαντλητικά για τις εξελίξεις, ενώ αντίθετα
γνωρίζουν πολύ καλύτερα άλλες πλευρές, μη πολιτικές της σφαίρας της
δημοσιότητας.
Προσφέροντας, επομένως, τα κόμματα αναγνωρίσιμα πρόσωπα από
αυτά τα πεδία, μπορούν να «σπάσουν» κάπως το φράγμα αδιαφορίας για την πολιτική
που συχνά συναντούν στην προσπάθειά τους να απευθυνθούν στην κοινωνία και να
κερδίσουν ψήφους.
Και σε αυτό το φόντο, τις περισσότερες φορές ελάχιστη σημασία
αποδίδουν στο ότι συνήθως πρόκειται για ανθρώπους χωρίς πολιτική εμπειρία,
συχνά δε χωρίς μεγάλη σχέση με την ιδεολογική διαδρομή του κόμματος που τους
προτείνει ως υποψηφίους (άλλωστε έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο η απόφαση για το
με ποιο κόμμα θα κατέβουν να προκύπτει ύστερα από διαδικασία… κατάθεσης
ανταγωνιστικών προσφορών από διαφορετικά κόμματα). Υπήρξαν φορές που έγινε
πρόταση ακόμη και σε πρόσωπα μη πολιτικοποιημένα, που δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ
και με κανέναν τρόπο με τα κοινά.
Όμως, με βασικό -αν όχι μοναδικό- κριτήριο επιλογής την
αναγνωρισιμότητα και την οικειότητα που μπορεί να αισθάνονται με το πρόσωπο
αυτό τηλεθεατές και φανατικοί των σόσιαλ μιντια, αυξάνεται η πιθανότητα οι
εκάστοτε κομματικές ηγεσίες να τρέχουν εκ των υστέρων να κάνουν damage control
για δηλώσεις και πράξεις του.
Τα πράγματα γίνονται χειρότερα σχεδόν επικίνδυνα όταν ενίοτε
οι άνθρωποι αυτοί εκλέγονται. Γιατί σε αυτήν την περίπτωση το τι θα πουν και το
τι θα κάνουν είτε στο εθνικό κοινοβούλιο, είτε στο ευρωκοινοβούλιο αποκτά
ξεχωριστή σημασία και βαρύτητα, με τα παραδείγματα που οι κομματικές ηγεσίες
τρέχουν μετά να μαζεύουν τα… ασυμμάζευτα, να μην είναι, δυστυχώς, λίγα.
Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης: δεν έχω καμία εμμονή με το να
είναι υποψήφιοι μόνο «επαγγελματίες πολιτικοί», γιατί αυτό στην πράξη ελλοχεύει
ο κίνδυνος να σημαίνει «παιδιά του κομματικού σωλήνα» χωρίς καμιά επαφή με την
πραγματικότητα, ή, στο όχι και τόσο αντίθετο άκρο, άνθρωποι κυνικοί με όλη τη
διάθεση να εκμεταλλευτούν κυρίως προς ίδιον όφελος τη θέση στην οποία θα
εκλεγούν.
Αντιθέτως, πιστεύω ακράδαντα ότι άνθρωποι που δεν είναι
επαγγελματίες πολιτικοί, που «έχουν κολλήσει και κανένα ένσημο», και που δεν
επιδιώκουν «να πιάσουν την καλή», καθώς έχουν ούτως ή άλλως επαγγελματική
παρουσία, επομένως εναλλακτική στη ζωή τους αν αποτύχουν, πρέπει να
δοκιμάζονται και στην ενεργό πολιτική, συμβάλλοντας στην αναγκαία ανανέωση του
πολιτικού προσωπικού της χώρας. Σε τελική ανάλυση αυτοί είναι και πιο πιθανό να
μην «εκμεταλλευτούν» τη θέση τους, αλλά και να μην προχωρήσουν σε ακραίους
συμβιβασμούς προδίδοντας τις αρχές τους.
Όμως, άλλο αυτό, άλλο «διασημότητες» που ενίοτε
αποδεικνύονται απλώς «μαϊντανοί» και δη μαραμένοι.
Στις ευρωεκλογές δε ο κίνδυνος αυξάνεται, με βάση το γεγονός
ότι υπάρχει σταυρός σε ψηφοδέλτιο πανελλαδικό. Εάν στις εθνικές εκλογές ο
ψηφοφόρος εξακολουθεί να θέλει να
στείλει τον «τοπικό» εκπρόσωπό του, στοιχείο που εξηγεί γιατί συχνά
«διασημότητες» αποτυγχάνουν, στις ευρωεκλογές η «αναγνωρισιμότητα» μετράει
ακόμη περισσότερο και άρα ο κίνδυνος να εκλεγούν «μαϊντανοί» μεγαλύτερος.
Και κάπως έτσι καταλήγουμε στο να υπονομεύεται ακόμη
περισσότερο η εμπιστοσύνη των πολιτών στα κόμματα και στην πολιτική γενικότερα,
καθώς επιβεβαιώνεται ότι όλα τελικά είναι ένα θέατρο.
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος