Μπαίνει ο νεαρός τυπάκος στο φαρμακείο και λέει χαμηλόφωνα και συνωμοτικά στην ηλικιωμένη κυρία, πίσω από τον πάγκο
– Θα ήθελα να μιλήσω στο φαρμακοποιό.
– Εγώ είμαι η φαρμακοποιός, λέει αυτή.
– Α, καλά τότε. Άστε καλύτερα, λέει ο τύπος και πάει να
φύγει.
– Νέε μου, τον φωνάζει η φαρμακοποιός. Η αδελφή μου κι εγώ
είμαστε στο επάγγελμα 30
χρόνια και δεν υπάρχει τίποτα που να μην το έχουμε ακούσει.
Ποιο είναι το πρόβλημάσου λοιπόν;
– Να σας πω… λέει αυτός. Δε μου πέφτει με τίποτα. Όταν έχω
στύση, όσες φορές και
να βαρέσω μα***α ή να το κάνω, αυτό εκεί, κατάρτι! Μήπως
μπορείτε να μου δώσετε κάτι γι’ αυτό;
– Να το συζητήσω μια στιγμή με την αδελφή μου, λέει η
ηλικιωμένη φαρμακοποιός και τον αφήνει.
Σε λίγο επιστρέφει και του λέει:
– Η αδελφή μου κι εγώ συμφωνήσαμε ότι το μόνο που μπορούμε να σου δώσουμε είναι 2500 ευρώ και το 50% του φαρμακείου!