Στις τέσσερις τα ξημερώματα, ο σύζυγος σηκώνεται σιγά σιγά για να μην τον πάρει χαμπάρι η γυναίκα του
Φορτώνει στο αμάξι τα πράγματά του, τα μποτάκια του, την
καραμπίνα και τον σκύλο του για να πάει να κυνηγήσει.
Με το που έφτασε στο δάσος άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς,
οπότε ξαναμπήκε στο αμάξι κι έφυγε απογοητευμένος.
Φτάνοντας στο σπίτι, έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα του και
ξάπλωσε προσεκτικά στο κρεβάτι.
Πήρε μια τρυφερή αγκαλιά τη γυναίκα του από πίσω και της
έδωσε ένα φιλί στο λαιμό ψιθυρίζοντάς της:
«Χαμός γίνεται έξω. Βρέχει ασταμάτητα.»
Κι εκείνη του απάντησε μέσα στον ύπνο της:
«Άσε ρε μωρό μου, απορώ πως σηκώθηκε πάλι ο άλλος ο μ@λ@κ@ς με τέτοια βροχή να πάει για κυνήγι!».