Μια εποικοδομητική αντιπολίτευση έχει καθήκον να εξετάζει
διεξοδικά τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, να επισημαίνει αδυναμίες, να προτείνει
βελτιώσεις και να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι
μπορεί να συμφωνήσει σε ορθές και επωφελείς προτάσεις, αλλά και να αντιταχθεί
σε αποφάσεις που θεωρεί επιβλαβείς ή ανεπαρκώς τεκμηριωμένες.
Όταν η αντιπολίτευση περιορίζεται σε μια στείρα άρνηση χωρίς
ουσιαστική επιχειρηματολογία, τότε χάνει την αξιοπιστία της και δεν συμβάλλει
ουσιαστικά στον διάλογο. Αντίθετα, όταν λειτουργεί με υπευθυνότητα, συμβάλλει
στη βελτίωση των αποφάσεων, ενισχύει τον έλεγχο της διοίκησης και προωθεί ένα
δημοκρατικό και διαφανές πλαίσιο στη λειτουργία των δήμων. Συνεπώς, η αντιπολίτευση δεν είναι απλώς «το αντίπαλο δέος»
της περιφερειακής ή δημοτικής αρχής, αλλά ένας σημαντικός θεσμός που οφείλει να λειτουργεί με
γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, επιδιώκοντας την ουσιαστική πρόοδο και ανάπτυξη
της τοπικής κοινωνίας.