Το μαύρο χρήμα μειώθηκε στην Ελλάδα την τελευταία 5ετία, αλλά εξακολουθεί να υπερβαίνει τα 40 δισ. ευρώ ετησίως, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να αναζητήσει νέους τρόπους για τον περαιτέρω… αποχρωματισμό του.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, για το 2024 η ΕΛΣΤΑΤ υπολόγισε την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών στα 163,6 δισ. ευρώ. Σε μερικές εβδομάδες θα γνωρίζουμε –αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία υποβολής των φετινών φορολογικών δηλώσεων– και ποιο είναι το συνολικό ύψος του δηλωθέντος εισοδήματος στην εφορία. Το αισιόδοξο σενάριο προβλέπει ότι φέτος θα καταρριφθεί νέο ιστορικό ρεκόρ, με δηλωθέντα εισοδήματα της τάξεως των 115-120 δισ. ευρώ. Δηλαδή, για μια ακόμη χρονιά θα εμφανιστούμε να δαπανούμε τουλάχιστον 40-45 δισ. ευρώ περισσότερα σε σχέση με αυτά που –βάσει εφορίας– εισπράττουμε. Σε αυτά ακριβώς τα στοιχεία οι ειδικοί εντοπίζουν τη μαύρη οικονομία. Η κατάσταση εμφανίζεται βελτιωμένη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν –το 2019 η διαφορά ξεπερνούσε τα 53 δισ. ευρώ–, όμως το ποσό είναι τόσο μεγάλο που δείχνει ότι μένει να γίνουν πολλά ακόμη στη μάχη καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Η μεθοδολογία αφαίρεσης των δηλωθέντων εισοδημάτων από την τελική καταναλωτική δαπάνη στην προσπάθεια να ποσοτικοποιηθεί η φοροδιαφυγή δεν στερείται μειονεκτημάτων. Κάλλιστα μπορούν τα νοικοκυριά να καταναλώνουν περισσότερα από όσα εισπράττουν δαπανώντας τις αποταμιεύσεις τους (σ.σ. οι οποίες σημειωτέον έχουν αρνητικό πρόσημο τα τελευταία χρόνια). Ομως, στην Ελλάδα το φαινόμενο είναι μόνιμο και αυτό που αλλάζει είναι το ποσό της διαφοράς. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι το 2019, με τα δηλωθέντα εισοδήματα να διαμορφώνονται μόλις στα 75,2 δισ. ευρώ, η ιδιωτική κατανάλωση είχε ανέλθει τα 128,4 δισ. ευρώ. Το 2020 η διαφορά ξεφούσκωσε στα 40 δισ. ευρώ, καθώς –λόγω πανδημίας– είχαμε κατακόρυφη πτώση της κατανάλωσης και από το 2022 και μετά η διαφορά άρχισε να μειώνεται αισθητά, παρά την αύξηση της κατανάλωσης, η οποία επηρεάστηκε όχι μόνο από την ανάκαμψη της οικονομίας αλλά και από τον πολύ υψηλό πληθωρισμό.
Ολες οι επιδόσεις που αφορούν το 2024 καταγράφονται για πρώτη φορά. Η κατανάλωση των 163 δισ. ευρώ είναι υψηλότερη κατά οκτώ και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ συγκριτικά με το προηγούμενο υψηλό του 2009. Σε ιστορικό υψηλό θα ανέλθουν –ανεξάρτητα από τον τελικό αριθμό που θα καταγραφεί– και τα δηλωθέντα εισοδήματα. Ηδη το νούμερο που καταγράφηκε στις φορολογικές δηλώσεις του 2024 (σ.σ. εισοδήματα 2023) εμφανίζεται για πρώτη φορά, καθώς το προηγούμενο υψηλό ήταν τα 100 δισ. ευρώ του 2009 και τώρα είμαστε στα 106 δισ. ευρώ, έστω και με τη βοήθεια του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων.
Τα πρόσθετα έσοδα που έχει εξασφαλίσει το Δημόσιο από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής έχουν προέλθει κυρίως από την έμμεση φορολογία λόγω της καλύτερης καταγραφής της κατανάλωσης. Οι διασυνδέσεις των ταμειακών μηχανών με τα POS, η αλλαγή συνήθειας των καταναλωτών με την ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή των ηλεκτρονικών πληρωμών στη συνολική κατανάλωση, αλλά και τα υπόλοιπα μέτρα, συνέβαλαν στην εκτόξευση των εισπράξεων ειδικά από τον ΦΠΑ, που πλέον μπορεί να ξεπεράσουν και τα 27 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Το ζητούμενο τώρα είναι αντίστοιχες επιδόσεις να καταγραφούν και στο σκέλος της άμεσης φορολογίας και ουσιαστικά στον φόρο εισοδήματος τόσο των φυσικών όσο και των νομικών προσώπων. Η σημαντική αύξηση στα δηλωθέντα εισοδήματα που έχει αποτυπωθεί στα στοιχεία της ΑΑΔΕ δεν μπορεί να αποδοθεί παρά εν μέρει στις προσπάθειες καταπολέμησης του μαύρου χρήματος. Για παράδειγμα, το 2024 τα δηλωθέντα εισοδήματα αυξήθηκαν κατά περίπου 14 δισ. ευρώ συγκριτικά με τις δηλώσεις του 2023. Από αυτό το ποσό, τα 5 δισ. ευρώ προήλθαν από το νέο σύστημα φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολουμένων. Δεν είναι πραγματικά εισοδήματα, αλλά ποσά που προκύπτουν από τον αλγόριθμο. Επίσης, πολύ μεγάλη αύξηση εισοδημάτων καταγράφηκε από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, πολύ απλά διότι το 2023 δόθηκαν αυξήσεις, ενώ σημειώθηκε και σημαντική μείωση στο ποσοστό της ανεργίας. Αντιθέτως, στα δηλωθέντα εισοδήματα από ενοίκια η αύξηση ήταν πολύ μικρή, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς και την έκρηξη στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, αλλά και στις σημαντικές αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων.
Η προσπάθεια περιορισμού των αδήλωτων εισοδημάτων, ώστε να αυξηθεί και ο φόρος εισοδήματος θα επικεντρωθεί σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μία στην ακόμη εντατικότερη χρήση της τεχνολογίας (σ.σ. ηλεκτρονικά βιβλία, ηλεκτρονικά τιμολόγια, ψηφιακά βιβλία πελατών κ.λπ.) και από την άλλη στην αναπροσαρμογή των φορολογικών συντελεστών ώστε να περιοριστεί το κίνητρο της φοροδιαφυγής. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους παραμένουν στο τραπέζι οι παρεμβάσεις στις κλίμακες φορολόγησης των ενοικίων, αλλά και στα κλιμάκια εφαρμογής του ανώτατου συντελεστή φορολόγησης των φυσικών προσώπων, που σήμερα φτάνει στο 44%.
moneyrewie.gr