Το ψηφιακό πελατολόγιο αποτελεί λανθασμένο μέτρο, ακόμη κι αν συμβάλει στη μείωση της φοροδιαφυγής. Ο λόγος είναι απλός: μετατρέπει σε προτεραιότητα για την επιχείρηση την ικανοποίηση των απαιτήσεων της ΑΑΔΕ, αντί για την εξυπηρέτηση του πελάτη. Η καταβολή των φόρων που αναλογούν σε κάθε επιχείρηση, με τη σωστή δήλωση εσόδων και κερδών, είναι μεν υποχρέωση, αλλά δεν αποτελεί τον σκοπό της. Ο πραγματικός σκοπός μιας επιχείρησης είναι η πώληση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών προς όφελος του πελάτη.
Δεν μπορείς να εξυπηρετήσεις σωστά τον πελάτη όταν, πριν καν τον καλωσορίσεις, πρέπει να τον καταγράψεις. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια σοβαρή επιχείρηση οφείλει να διαθέτει σύστημα καταγραφής ραντεβού, εισόδου και εξόδου αυτοκινήτων, ασθενών, μαθητών κ.ο.κ. Σωστά. Όμως, σκοπός αυτών των συστημάτων είναι η καλύτερη λειτουργία της επιχείρησης, όχι η ενημέρωση της φορολογικής αρχής.
Από την 1η Ιουλίου, με την υποχρεωτική εφαρμογή του ψηφιακού πελατολογίου σε ορισμένες επιχειρήσεις, το κατάλληλο σύστημα καταγραφής ραντεβού ή εισόδου-εξόδου πελατών δεν θα είναι πλέον αυτό που εξυπηρετεί καλύτερα τη λειτουργία της επιχείρησης, αλλά εκείνο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ΑΑΔΕ. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι ταυτόχρονα πιο ακριβό και, πιθανότατα, χαμηλότερης ποιότητας σε σχέση με αντίστοιχα προγράμματα που κυκλοφορούν διεθνώς, αλλά δεν έχουν προσαρμοστεί στις ελληνικές προδιαγραφές. Το ίδιο συμβαίνει ήδη με τα ERP: ενώ υπάρχουν εξαιρετικά συστήματα που λειτουργούν παγκοσμίως, στην Ελλάδα είτε δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν επειδή δεν είναι συμβατά με τα MyData, είτε χάνουν σημαντικό μέρος της λειτουργικότητάς τους στην προσπάθεια να προσαρμοστούν.
Έτσι, ενώ διεθνώς πρώτη προτεραιότητα για τις επιχειρήσεις είναι ο πελάτης, στην Ελλάδα προτεραιότητα γίνονται οι απαιτήσεις της ΑΑΔΕ. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι καινούργιο φαινόμενο· το είχαμε συνηθίσει και με τον ΚΒΣ. Κάθε επιχείρηση που είχε υποχρέωση να τηρεί θεωρημένο βιβλίο πελατών έχει να διηγηθεί ευτράπελες ιστορίες. Η πραγματική ζωή δεν χωράει εύκολα στο μυαλό των γραφειοκρατών. Στις επιχειρήσεις δεν μπαίνουν μόνο πελάτες: μπορεί να μπει ένας τεχνικός για να κάνει προσφορά, ένας ασφαλιστής, ένας λογιστής, ένας δικηγόρος, ένας φίλος εργαζόμενου, ένας δημοσιογράφος για ρεπορτάζ. Τι θα συμβεί αν κατά τη διάρκεια επιτόπιου ελέγχου της ΑΑΔΕ βρεθεί παρών κάποιος από αυτούς; Θα καταγραφεί ως αδήλωτος πελάτης, τόσο απλά. Πώς μπορεί να το αποφύγει η επιχείρηση; Καταγράφοντας σχολαστικά κάθε επισκέπτη, ανεξαρτήτως αν είναι πελάτης ή όχι. Αυτό όμως δημιουργεί νέο πρόβλημα: σε έλεγχο της ΑΑΔΕ, μπορεί να βρεθούν εγγραφές επισκεπτών ή δυνητικών πελατών που δεν προχώρησαν σε αγορά, και αυτές να θεωρηθούν εικονικές εγγραφές με σκοπό την παραπλάνηση του ελέγχου.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Τυπολατρικά μέτρα, όπως το βιβλίο πελατών, δεν βοηθούν ουσιαστικά τον έλεγχο. Αντίθετα, αποτελούν αφορμή για την ΑΑΔΕ να περιοριστεί σε εύκολες καταγραφές, αντί για ουσιαστικό έλεγχο. Τέτοιες διατάξεις ταλαιπωρούν κυρίως τους συνεπείς επαγγελματίες που προσπαθούν να είναι 100% νόμιμοι, ενώ στους παραβατικούς αποκαλύπτουν τα σημεία ελέγχου και την απροθυμία της ΑΑΔΕ για ουσιαστική εποπτεία.
Τι πιστεύετε ότι σκέφτεται ο συνειδητός φοροφυγάς όταν ακούει ότι η ΑΑΔΕ γνωρίζει κλάδους με φοροδιαφυγή 70% και το μόνο μέτρο που λαμβάνει είναι το ψηφιακό βιβλίο πελατών; Καταλαβαίνει ότι η ΑΑΔΕ μπορεί να διαπιστώσει τη φοροδιαφυγή μόνο αν ο ίδιος την καταγράψει. Παράλληλα, υπολογίζει το ρίσκο που αναλαμβάνει, με βάση τη συχνότητα των ελέγχων και την πιθανότητα να διαφθείρει τους ελεγκτές.
Τι θα έπρεπε να κάνει η ΑΑΔΕ όταν διαπιστώνει κλάδους με εκτεταμένη φοροδιαφυγή; Καταρχάς, να ειδοποιήσει τις ύποπτες επιχειρήσεις ότι βρίσκονται σε λίστα υπόπτων, λόγω αναντιστοιχίας μεταξύ αριθμού εργαζομένων, υποδομών, τρόπου ζωής των ιδιοκτητών και δηλωμένων κερδών. Μια τέτοια επιστολή θα είχε άμεσα αποτελέσματα.
Στη συνέχεια, θα μπορούσε να διενεργήσει επιτόπιους ελέγχους. Αν διαπιστωθεί, για παράδειγμα, ότι μια μέρα υπάρχουν πολύ περισσότερα αυτοκίνητα-πελάτες από το συνηθισμένο, αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη φοροδιαφυγής. Αν το φαινόμενο επαναληφθεί, μπορεί να επιβληθεί ως τιμωρία η υποχρεωτική τήρηση ψηφιακού βιβλίου πελατών, όπως ένας καταδικασμένος υποχρεούται να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα.
Φανταστείτε το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, διαπιστώνοντας αύξηση της εγκληματικότητας, να επιβάλλει σε όλους τους πολίτες να δηλώνουν ψηφιακά το στίγμα τους δύο φορές την ημέρα. Ακόμα κι αν το μέτρο ήταν αποτελεσματικό, θα ήταν απαράδεκτο, καθώς θα αντιμετώπιζε όλους τους πολίτες ως υπόπτους, ακόμη και τους πιο έντιμους. Το ίδιο ισχύει και για τις επιχειρήσεις. Με ποιο δικαίωμα η ΑΑΔΕ απαιτεί αυστηρή και λεπτομερή καταγραφή των πάντων; Δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Υποχρέωσή της είναι να διαπιστώνει και να τιμωρεί τη φοροδιαφυγή, χωρίς να γίνεται βραχνάς για όλες τις επιχειρήσεις. Η φοροδιαφυγή πρέπει να αντιμετωπίζεται, χωρίς τα μέτρα να στερούν παραγωγικότητα από τις επιχειρήσεις. Αν, για να καταπολεμήσουμε τη φοροδιαφυγή, στερούμε παραγωγικότητα από τις επιχειρήσεις, τότε οι στόχοι της ΑΑΔΕ μπορεί να επιτυγχάνονται, αλλά εις βάρος της πραγματικής οικονομίας.
* Ο Αγαμέμνων Σταυρόπουλος είναι Οικονομολόγος - Φοροτεχνικός
Skai.gr