Οι νεόδμητες κατοικίες είναι ελάχιστες και ακριβές, ενώ η πλειονότητα των διαθέσιμων ακινήτων είναι μεγάλης ηλικίας, γεγονός που δημιουργεί νέες πιέσεις σε μια αγορά που ήδη λειτουργεί υπό έντονη ανισορροπία.
Η δυσκολία εύρεσης προσιτής κατοικίας έχει εξελιχθεί σε μείζον κοινωνικό πρόβλημα, με χιλιάδες πολίτες να αδυνατούν να αγοράσουν ή να νοικιάσουν σπίτι, ακόμα και με τη βοήθεια επιδοτούμενων στεγαστικών προγραμμάτων.
Το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ», που σχεδιάστηκε για να διευκολύνει τους νέους στην απόκτηση πρώτης κατοικίας μέσω χαμηλότοκων δανείων, δεν μπορεί να καλύψει τη ζήτηση, καθώς οι κατοικίες που πληρούν τις προϋποθέσεις είναι ελάχιστες στην αγορά. Πολλοί υποψήφιοι αγοραστές βρίσκονται αντιμέτωποι με ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, περιορισμένα ακίνητα και εξωπραγματικές τιμές, οδηγώντας σε συστηματικές καθυστερήσεις και απώλεια ευκαιριών.
Αποτέλεσμα αυτής της αδιέξοδης κατάστασης είναι η στροφή των αγοραστών στα παλαιά ακίνητα, τα οποία εμφανίζουν έντονη αύξηση ζήτησης και αντίστοιχα εκτόξευση τιμών. Οι νεόδμητες κατοικίες είναι ελάχιστες και ακριβές, ενώ η πλειονότητα των διαθέσιμων ακινήτων είναι μεγάλης ηλικίας, γεγονός που δημιουργεί νέες πιέσεις σε μια αγορά που ήδη λειτουργεί υπό έντονη ανισορροπία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της RE/MAX Ελλάς, σε ορισμένες περιοχές της χώρας, όπως ο Πειραιάς, το Ναύπλιο, η Ξάνθη και ο Βόλος, οι τιμές παλαιών κατοικιών αυξήθηκαν έως και 30% την τελευταία διετία, ξεπερνώντας ακόμη και τις αυξήσεις που καταγράφονται στα νεόδμητα ακίνητα. Το πρόβλημα εντείνεται και από την επιδείνωση της αναλογίας τιμών προς εισόδημα. Η Τράπεζα της Ελλάδος κατέγραψε αυξήσεις στις τιμές των κατοικιών κατά 13,9% το 2023 και 8,7% το 2024, όταν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε μόλις κατά 8,1% και 5,6% αντίστοιχα. Η αναντιστοιχία αυτή καθιστά την απόκτηση πρώτης κατοικίας εξαιρετικά δύσκολη, ιδιαίτερα για όσους δεν διαθέτουν σημαντικά ίδια κεφάλαια.
Την ίδια ώρα, η ιδιοκατοίκηση, που παραδοσιακά αποτελεί στοιχείο της ελληνικής κοινωνικής κουλτούρας, παρουσιάζει πτωτική τάση. Από 78% προ κρίσης, έχει υποχωρήσει στο 69,6% πανελλαδικά και μόλις στο 64% στην Αθήνα. Η μέση ηλικία αποχώρησης των νέων από την οικογενειακή στέγη έχει ανέλθει στα 35 έτη, γεγονός που αποτυπώνει τη δυσκολία ανεξαρτητοποίησης και τη γενικευμένη οικονομική πίεση.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, οι κρατικές πολιτικές στήριξης μοιάζουν ανεπαρκείς. Παρότι το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» συγκεντρώνει ενδιαφέρον, τραπεζικές πηγές αναφέρουν ότι το 50% των αιτήσεων δεν προχωρά λόγω έλλειψης κατάλληλων ακινήτων, καθυστερήσεων στις μεταβιβάσεις και χαμηλής διαθεσιμότητας. Η έλλειψη νέας οικοδομικής δραστηριότητας επιτείνεται από τη μείωση των οικοδομικών αδειών και την καθυστέρηση στην αξιοποίηση των κενών κατοικιών, που υπερβαίνουν τις 800.000 σε όλη τη χώρα.
dnews.gr