Τα παιδιά που είναι εθισμένα στη χρήση κινητών, τα βινετοπαιχνίδια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δύο ή τρεις φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να σκέφτονται να κάνουν αρνητικές – ακόμα και αυτοκτονικές- σκέψεις, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Καθώς η αμερικανική κοινωνία προσπαθεί να αντιμετωπίσει την αύξηση αυτοκτονικών σκέψεων στους νέους, πολλοί επικεντρώνονται σε ένα ανησυχητικό μέτρο: τη μείωση του χρόνου που περνούν τα παιδιά καθηλωμένα ενώπιον της οθόνης. Ωστόσο η έρευνα, που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη στο ιατρικό περιοδικό JAMA, κατέληξε σε ένα πρωτοφανές συμπέρασμα: ο αυξημένος χρόνος μπροστά στην οθόνη κατά την προεφηβεία, δε σχετίζεται με υψηλότερους δείκτες αυτοκτονικής συμπεριφοράς στην εφηβεία. Αντιθέτως, σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν τα παιδιά που χαρακτήρισαν «εθιστική» τη χρήση της τεχνολογίας- τα παιδιά, δηλαδή, που δήλωσαν ότι είχαν δυσκολία να απομακρυνθούν από την οθόνη, ή ένιωθαν την ανάγκη να χρησιμοποιούν την τεχνολογία όλο και περισσότερο. Όπως αναφέρεται στη μελέτη, ορισμένα παιδιά εμφάνιζαν εθιστική συμπεριφορά ακόμα και αν ο χρόνος που περνούσαν μπροστά στην οθόνη τους ήταν σχετικά μικρός.
«Σημαντικό για τους γονείς να ζητήσουν επαγγελματική βοήθεια»
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η εθιστική συμπεριφορά ήταν πολύ συχνή μεταξύ των παιδιών, και ειδικά στη χρήση κινητών τηλεφώνων. Στην ηλικία των 14 ετών, τα παιδιά με υψηλή ή αυξανόμενη εθιστική συμπεριφορά είχαν δύο έως τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν σκέψεις αυτοκτονίας ή να βλάψουν τον εαυτό τους, σύμφωνα με τη μελέτη. «Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που εντοπίζει ότι η εθιστική χρήση είναι σημαντική και, στην πραγματικότητα, είναι η ρίζα του προβλήματος, αντί για τον χρόνο ενώπιον της οθόνης», εξήγησε στους ΝΥΤ η αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχιατρικής και επιστημών πληθυσμού στο Weill Cornell Medical College και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Yunyu Xiao. Η εθιστική συμπεριφορά μπορεί να είναι πιο δύσκολο να ελεγχθεί κατά την παιδική ηλικία, πριν αναπτυχθεί πλήρως ο προμετωπιαίος φλοιός, ο οποίος λειτουργεί ως φρένο στην παρορμητικότητα. Η Xiao σημείωσε ότι, αντί για τον περιορισμό του χρόνου μπροστά στην οθόνη, οι όποιες παρεμβάσεις πρέπει να επικεντρώνονται στην εθιστική συμπεριφορά του παιδιού, που συνήθως αντιμετωπίζεται με γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία. «Είναι σημαντικό για τους γονείς να ζητήσουν επαγγελματική βοήθεια, εάν υπάρχουν πρώιμα προειδοποιητικά σημάδια στα παιδιά τους. Δεν ξέρουμε αν βοηθάει απλώς να κατάσχουν το smartphone. Πολλές φορές κάτι τέτοιο μπορεί να δημιουργήσει συγκρούσεις στην οικογένεια, και αυτό είναι ακόμα χειρότερο», πρόσθεσε.
Κατά την έρευνα, αναλύθηκε η χρήση της τεχνολογίας μεταξύ 4.285 παιδιών, η ηλικία των οποίών ξεκινούσε περίπου από τα 10 έτη. Τα παιδιά εξετάστηκαν τακτικά για εξαρτητική χρήση, δυσκολία απομάκρυνσης από την οθόνη και άγχη όταν δεν τους δίνονταν πρόσβαση. Στην ηλικία των 14, τα παιδιά που συμμετείχαν στην έρευνα αξιολογήθηκαν για αυτοκτονική συμπεριφορά και την ψυχική τους υγεία. Εξ’ αυτών, το 5,1% παρουσίασε αυτοκτονική συμπεριφορά (απόπειρα ή προετοιμασία για απόπειρα αυτοκτονίας), ενώ το 17,9% παραδέχθηκε ότι είχε αυτοκτονικές σκέψεις. Η έρευνα, λόγω της δομής της, δεν απέδειξε ότι η εθιστική χρήση είναι αυτή που προκαλεί την εν λόγω συμπεριφορά κατά την εφηβεία. Έδειξε, όμως, ότι μια παρατεταμένη πορεία εθιστικής χρήσης προηγείται των ψυχικών προβλημάτων. Η δε εστίαση στην εθιστική συμπεριφορά μεταφέρει μεγαλύτερες ευθύνες στις εταιρείες της τεχνολογίας, που σχεδιάζουν τις συσκευές και τις πλατφόρμες κοινωνικών μέσων, σύμφωνα με τον επικεφαλής επιστημονικό υπεύθυνο στην Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, Mitch Prinstein. Για τον ίδιο, η εξάρτηση των παιδιών στις οθόνες είναι ένα ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί πολιτικά, απαιτώντας από τις τεχνολογικές εταιρείες να εισαγάγουν «σχεδιασμό κατάλληλο για την ηλικία». Κάτι τέτοιο θα περιόριζε τα χαρακτηριστικά συσκευών και μέσων, που είναι εθιστικά για τους έφηβους. Το 2020, η Βρετανία εισήγαγε έναν σχετικό κώδικα στη νομοθεσία της. «Εμείς εδώ απλώς δεν το κάνουμε. Έχουμε ενσωματώσει τα εθιστικά χαρακτηριστικά στον σχεδιασμό του προϊόντος», υπογράμμισε ο Prinstein.
Ζήτημα δημόσιας υγείας
Στον αντίποδα, οι συζητήσεις για το πόσο χρόνο περνούν τα παιδιά μπροστά στην οθόνη, μετατοπίζει την ευθύνη στους γονείς που καλούνται να περιορίσουν τη χρήση της τεχνολογίας στα παιδιά τους- κάτι που μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολο για μονογονεϊκές ή οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, σύμφωνα με τον ίδιο. «Μιλάμε για κάτι μη εφικτό για ορισμένες οικογένειες, οι οποίες μπορεί να εξαρτώνται από τις smart συσκευές ώστε να ηρεμήσουν τα παιδιά τους για λίγα λεπτά, προκειμένου να βρουν χρόνο να κάνουν δουλειές του σπιτιού ή να ασχοληθούν με τη δεύτερη δουλειά τους», εξήγησε ο ίδιος.
Στην έρευνα διαπιστώθηκε ότι τα επίπεδα εθιστικής χρήσης κοινωνικών μέσων, βιντεοπαιχνιδιών και κινητών τηλεφώνων είναι υψηλότερα μεταξύ των μαύρων και ισπανόφωνων εφήβων, καθώς και των νέων από οικογένειες με ετήσια εισοδήματα 75.000 δολαριών, μονογονείς και γονείς χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Για σχεδόν τα μισά από τα παιδιά στη μελέτη, η εθιστική χρήση του τηλεφώνου ήταν σταθερά υψηλή από την ηλικία των 11 ετών. Ένα άλλο 25% ξεκινά τη σχέση του με την τεχνολογία ως χαμηλής εθιστικής χρήσης, η οποία αυξάνεται απότομα στην πορεία. Για αυτή την τελευταία ομάδα, «ο κίνδυνος αυτοκτονικής συμπεριφοράς αυξήθηκε σαφώς, αφού διπλασιάστηκε. Επομένως, αν δεν επαναλάβουμε τις μετρήσεις μας στην πορεία του χρόνου, θα μπορούσαμε να χάσουμε αυτή την ομάδα, όσο μεγαλώνει», εξήγησε η Δρ. Xiao. Η νέα μελέτη δεν εφησυχάζει ειδικούς και γονείς για τον χρόνο οθόνης, ο οποίος μετατρέπεται σε μεγάλο ζήτημα της δημόσιας υγείας. Οι Αμερικανοί έφηβοι περνούν κατά μέσο όρο 4,8 ώρες την ημέρα σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως το YouTube, το TikTok και το Instagram, σύμφωνα με έρευνα του 2023 για το Gallup, που παρουσίασε τα πιο πρόσφατα, διαθέσιμα δεδομένα.
Στο βιβλίο του 2024, «Η Ανήσυχη Γενιά», ο κοινωνικός ψυχολόγος Jonathan Haidt εντόπισε την εμφάνιση των smartphones ως ένα κρίσιμο σημείο καμπής, μετά το οποίο η ψυχική υγεία των νέων στις ΗΠΑ άρχισε να επιδεινώνεται. Από τότε, πολλές πολιτείες έχουν νομοθετήσει τον περιορισμό της χρήσης των social media ή του χρόνου μπροστά στην οθόνη- ειδικά κατά τις σχολικές ώρες. Πολλοί επιστήμονες που μελετούν τη σχέση μεταξύ κοινωνικών μέσων και ψυχικής υγείας λένε ότι είναι πρώιμο να εκδοθούν γενικευμένες προειδοποιήσεις, υποστηρίζοντας ότι η έρευνα μέχρι στιγμής έχει παρουσιάσει μια μικτή εικόνα ζημιών και οφελών, ενώ αυτό που φαίνεται να είναι πιο σημαντικό είναι το τι κάνουν οι νέοι στο διαδίκτυο.
«Εδώ και πάνω από μία δεκαετία γνωρίζουμε ότι ο περιορισμός στον χρόνο μπροστά στην οθόνη είναι ένα ελαττωματικό μέτρο, ωστόσο εξακολουθούμε να τον μετράμε, αντί να ρωτάμε με ποιους τρόπους περνούν οι νέοι τον χρόνο τους στο διαδίκτυο και για ποιους λόγους θέλουν να βρίσκονται εκεί», σημείωσε η καθηγήτρια ψυχολογίας της πληροφορίας στο πανεπιστήμιο Irvine, Candice L. Odgers. Ο Δρ. Jason Nagata, ο οποίος έχει δημοσιεύσει μελέτες για τον χρόνο οθόνης, αλλά δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη του JAMA, είπε ότι τα δεδομένα δείχνουν ότι ο περιορισμός στον χρόνο χρήσης συσκευών και μέσων δεν μπορεί πατά να είναι ένα προγνωστικό μέτρο. Ο ίδιος πρόσθεσε πως ο χρόνος παραμένει ένα χρήσιμο στοιχείο καθώς είναι πιο εύκολα μετρήσιμος και βάζει σε δεύτερη μοίρα ζωτικές δραστηριότητες όπως ο ύπνος, η άσκηση και η δια ζώσης κοινωνικοποίηση.
Ο Δρ. Nagata και η ομάδα του βρήκαν ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ του αυξημένου χρόνου μπροστά στις οθόνες, στα παιδιά ηλικίας 9 ετών, και στην εμφάνιση αυτοκτονικών συμπεριφορών δύο χρόνια αργότερα. Στη δική τους έρευνα, κάθε επιπλέον ώρα μπροστά στην οθόνη σχετίζεται με 1,09 μεγαλύτερες πιθανότητες για ψυχικά προβλήματα. Άλλη μελέτη βρήκε ότι ο περισσότερος χρόνος οθόνης συνδέεται με σειρά ψυχικών συμπτωμάτων, αν και τα μεγέθη των επιδράσεων ήταν μικρά. Ο Δρ. Nagata, αναπληρωτής καθηγητής Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Σαν Φρανσίσκο, ανέφερε ότι η διαφορά μεταξύ των δύο ερευνών μπορεί να έγκειται στο γεγονός ότι η ομάδα της Δρ. Xiao μέτρησε τον χρόνο οθόνης στην ηλικία των 10 και πήρε μέτρα ψυχικής υγείας τέσσερα χρόνια αργότερα. «Τέσσερα χρόνια είναι πολύς χρόνος. Δεν εκπλήσσομαι που ορισμένοι συσχετισμοί ατόνησαν σε αυτό το διάστημα», σημείωσε.
Η ψυχολόγος Jean Twenge δε συμμετείχε στην πρόσφατη έρευνα, ωστόσο έχει καταλήξει σε παρόμοιο συμπέρασμα. «Πιθανώς, ο χρόνος που περνούν μπροστά στην οθόνη παιδιά στην ηλικία των 10 ετών δεν έχει καμία σχέση με τον χρόνο οθόνης τους όταν αυτά έχουν φτάσει τα 14 έτη», είπε η ίδια, που είναι και συγγραφέας του βιβλίου, «10 Κανόνες για την Ανάπτυξη Παιδιών σε έναν Κόσμο Υψηλής Τεχνολογίας». Για την Twenge, είναι σημαντικά στοιχεία, και ο χρόνος που περνούν τα παιδιά ασχολούμενα με τις smart συσκευές, αλλά και η εθιστική χρήση της τεχνολογίας. Οι συστάσεις της προς τους γονείς παραμένουν ίδιες: Κρατήστε τα παιδιά μακριά από μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέχρι την ηλικία των 15 και καθυστερήστε όσο το δυνατόν περισσότερο τα κινητά τηλέφωνα με πρόσβαση στο διαδίκτυο.
ethnos.gr