Ραντεβού τον... Σεπτέμβριο δίνει η κυβέρνηση προκειμένου να ανακοινώσει συγκεκριμένες δράσεις αλλά και προτεραιοποίηση των απαραίτητων έργων για τη λειψυδρία. Παρά το κατεπείγον του ζητήματος, το οποίο επικαλείται, εξακολουθεί να καθυστερεί να αποκαλύψει τον οδικό χάρτη αποσαφηνίζοντας το τι θα περιλαμβάνει το Εθνικό Σχέδιο για τα Ύδατα, το οποίο ασαφώς ανακοίνωσε πριν μερικές ημέρες παραπέμποντας στο... μέλλον για την εξειδίκευση των μέτρων.
Και όλα αυτά ενώ έχει ήδη χάσει πολύτιμο χρόνο με την ολιγωρία αυτή να μη βοηθά καθόλου στο να αντιληφθούν οι πολίτες την οξύτητα του προβλήματος παρά το γεγονός ότι οι ειδικοί έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και πάρα πολύ καιρό ενώ πλέον υπογραμμίζουν ότι βρισκόμαστε στο... και πέντε.
Όπως σημειώνει, η Ελισάβετ Φελώνη, καθηγήτρια Υδρολογίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ), χάθηκε τουλάχιστον ένας χρόνος από τις απαραίτητες ενημερωτικές εκστρατείες με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα και ενώ βρισκόμαστε ήδη εντός της υδατικής κρίσης, οι οκτώ στους 10 πολίτες να δηλώνουν σε σχετική έρευνα του Πανεπιστημίου, την οποία η ίδια επιμελήθηκε, ότι είναι καθόλου ή λίγο ενημερωμένοι για το πρόβλημα. Κι αυτό όταν όλα τα στοιχεία δείχνουν πως για την Αττική «τα αποθέματα επαρκούν μόνο για 16 μήνες» εφόσον οι συνθήκες παραμείνουν ίδιες, σημειώνει η κυρία Φελώνη.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση διαβεβαιώνει για τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα του νερού, αλλά αντί να αναφερθεί στα άμεσα απαραίτητα έργα που θα μπορούσαν να μετριάσουν την διαρκώς αυξανόμενη πίεση στα ολοένα μειούμενα υδατικά αποθέματα, επιλέγει να μιλά μόνο για το διαχειριστικό μοντέλο του νερού δίνοντας την εντύπωση ότι αυτό που κυρίως την απασχολεί είναι η κεντρικοποίηση και η απομάκρυνση της τοπικής αυτοδιοίκησης από το κάδρο διαχείρισης των υδάτων.
Η συγχώνευση των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) και των Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων που διαχειρίζονται το αγροτικό νερό, την οποία η ίδια είχε παγώσει ύστερα από τις σφοδρές αντιδράσεις από τον περασμένο Φεβρουάριο, φαίνεται πως επανέρχεται ως ειλημμένη απόφαση.
«Υπάρχει άραγε κάποιος που να πιστεύει ότι ένα τόσο μεγάλο κοινωνικό και εθνικό θέμα μπορεί να αντιμετωπιστεί από 739 διαφορετικούς φορείς; Όταν μάλιστα αρκετοί από αυτούς τους φορείς είναι ιδιαίτερα προβληματικοί από όλες τις απόψεις; Μην ξεχνάμε ότι ολόκληρη η Ελλάδα ηλεκτροδοτήθηκε με μία μόνο εταιρεία! Πρέπει, λοιπόν, και εδώ να υπάρχει μια πιο κεντρική διαχείριση των αναγκαίων έργων», ανέφερε με νόημα σε χθεσινή του ανάρτηση ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης τονίζοντας πως η κυβέρνηση εξετάζει «λύσεις έξω από το κουτί».
Αν και ο κ. Χατζηδάκης σημειώνει πως η κυβέρνηση δεν θυμήθηκε τώρα το ζήτημα της διαχείρισης υδάτων αναφέροντας πως από το 2019, έχουν υλοποιηθεί πάνω από 200 σχετικά έργα, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη πάνω από 1.000, δεν παραλείπει να τονίσει πως θα απαιτηθεί «μια σειρά από πιο επείγοντα μέτρα για τους επόμενους μήνες», τα οποία πάντως συνεχίζει να μην ανακοινώνει η κυβέρνηση. «Μέσα από όλες αυτές τις πρωτοβουλίες, ο στόχος μας είναι να εξασφαλίσουμε την αδιάλειπτη παροχή νερού τόσο για τους κατοίκους των πόλεων και των χωριών όσο και για τους αγρότες μας», υπογραμμίζει υποσχόμενος «μία μεγάλη μεταρρύθμιση».
Το Εθνικό Σχέδιο για τα Ύδατα δεν μπορεί να αφορά μόνο το μοντέλο διαχείρισης, λένε οι ειδικοί
Για συζήτηση που γίνεται με επικοινωνιακούς όρους και όχι με όρους ουσίας κάνει λόγο ο καθηγητής Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Υδατικών Πόρων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Νικήτας Μυλόπουλος εξηγώντας ότι οι κυβερνητικές ανακοινώσεις περιορίστηκαν μόνο στη διαχείριση του νερού και στο... ξεκαθάρισμα του τοπίου των ΔΕΥΑ, χωρίς επί της ουσίας να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της λειψυδρίας.
«Η λειψυδρία είναι προϊόν πολιτικής, του μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης το οποίο δαπανά πολύ περισσότερο νερό από τα φυσικά διαθέσιμα», εξηγεί τονίζοντας πως «έχουμε ξεπεράσει τη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων».
«Ασαφείς και συνθηματικές διατυπώσεις» που παρουσιάστηκαν με καθυστέρηση ενός έτους, αντί για ένα σχέδιο με επαρκή τεκμηρίωση, βλέπει στις κυβερνητικές εξαγγελίες και η κυρία Φελώνη.
Τονίζει πως η ενίσχυση της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ, καθώς και η πιθανή δημιουργία νέου φορέα για την υπόλοιπη χώρα, θέτει σε δεύτερο ρόλο την Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία είναι κρίσιμη για τη χάραξη πολιτικών προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες. «Είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός κεντρικού φορέα συντονισμού, αλλά δεν πρέπει να χαθεί ο αποκεντρωμένος χαρακτήρας και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο ρόλος της διαβούλευσης», υπογραμμίζει.
Προειδοποιεί, πάντως, πως δεν υπάρχει περιθώριο για άλλες καθυστερήσεις: «Χάθηκαν πολλές ευκαιρίες για αξιοποίηση πόρων τα τελευταία χρόνια. Πλέον και όταν βρίσκεσαι μέσα στην υδατική κρίση, οι λύσεις περιορίζονται».
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τομέας προτεραιότητας πρέπει να είναι ο αγροτικός: «Είμαστε μια χώρα με πολύ υψηλό υδατικό αποτύπωμα, από τα υψηλότερα παγκοσμίως κι αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της ιδιαίτερης σπατάλης νερού στην άρδευση όπου κατευθύνεται το 86% του ύδατος», τονίζει ο κ. Μυλόπουλος.
Βάσει των στοιχείων, στην ύδρευση κατευθύνεται μόλις το 8 έως 10% με το υπόλοιπο να ικανοποιεί άλλες χρήσεις, βιομηχανία, κλπ. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο κρίνεται απαραίτητο να μελετηθεί η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών μέσω της μεθόδου της αγροκλιματικής ζωνοποίησης, η οποία μπορεί να υποδείξει τις κατάλληλες καλλιέργειες για κάθε περιοχή.
Στις άμεσες προτεραιότητες ο κ. Μυλόπουλος εντάσσει τα απαραίτητα έργα υποδομής, αρδευτικά δίκτυα, αγωγοί μεταφοράς νερού, έργα συλλογής και ταμιευτήρων ώστε να μειωθούν οι απώλειες ύδατος: «Αν αθροιστούν όλοι οι παράγοντες, η συνολική ποσότητα νερού που χάνεται αγγίζει το 60%», επισημαίνει.
Προσθέτει ότι σύγχρονες μέθοδοι, όπως η αφαλάτωση, είναι χρήσιμες υπό συνθήκες καθώς δεν είναι εύκολες ούτε ανέξοδες κι αφήνουν ένα σοβαρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα: «Η αφαλάτωση είναι μια μέθοδος χρήσιμη για μικρές περιοχές ή μονάδες, αλλά πολύ ακριβή, εξαιρετικά ενεργοβόρα, ενώ το αλάτι που απομένει πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαχείρισης καθώς είναι ιδιαίτερα τοξικό».
Ο κ. Μυλόπουλος ξεκάθαρα επισημαίνει πως δεν υπάρχει άλλος χρόνος για χάσιμο: «Η λειψυδρία δεν είναι κάτι που ξεπερνιέται επειδή κανείς θυμάται ότι το πρόβλημα είχε εμφανιστεί και στο παρελθόν. Είναι ένα σωρευτικό πρόβλημα. Κάθε χρόνο που δεν αντιμετωπίζεται, η κατάσταση χειροτερεύει. Κάθε χρόνος που περνάει έχει αντίκτυπο στους υπόγειους υδροφορείς, φέρνει πτώση της στάθμης δεκάδων μέτρων. Εξαντλούμε τις αποθήκες νερού. Εάν 30 χρόνια πριν αντλούσες νερό στα 100 μέτρα, σήμερα σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνεις τα 300 και τα 400. Κάθε έργο νερού, το οποίο δεν υλοποιείται σήμερα, θα γίνεται ολοένα πιο ακριβό και τεχνικά δυσκολότερο διότι το νερό φεύγει όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο μακριά».
Αναφερόμενος στις διαβεβαιώσεις για την προστασία του δημόσιου χαρακτήρα του νερού, ο καθηγητής δεν παραλείπει να επισημάνει ότι είναι αποδεδειγμένο πως πρόκειται για έναν πόρο τόσο απαραίτητο για τον οποίο ο καταναλωτής θα ήταν διατεθειμένος να... πληρώσει όσο όσο: «Τα περιθώρια κέρδους στο νερό είναι τα πιο υψηλά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα πλαστικό μπουκαλάκι νερού είναι περίπου 1.500 φορές πιο ακριβό από το νερό της βρύσης. Η Παγκόσμια Τράπεζα είχε υπολογίσει ότι η αγορά νερού ξεπερνά το 1 τρισ. δολάρια, αλλά δεν υπάρχει ζωή χωρίς νερό», τονίζει με νόημα.
Σύμφωνα με τον κ. Μυλόπουλο, η συζήτηση για το νερό δεν μπορεί να είναι αποσπασματική, αλλά πρέπει να ανοίξει συνολικά, καθώς, όπως σημειώνει, δεν μπορεί να υπάρξει ένα ολιστικό σχέδιο για τα ύδατα σε μια χώρα που λείπει ο χωρικός σχεδιασμός και ακόμα δεν έχουν ολοκληρωθεί οι δασικοί χάρτες, οι χάρτες ρεμάτων και δεν υφίσταται σχεδιασμός με βάση το υδατικό αποτύπωμα.
Υποτιμούν το πρόβλημα οι πολίτες εξαιτίας της ελλιπούς ενημέρωσης
Παρά την ευρεία αναγνώριση του προβλήματος της λειψυδρίας, η πλειονότητα των πολιτών δεν αισθάνεται ότι την επηρεάζει άμεσα. Ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου το δίκτυο ύδρευσης θεωρείται σχετικά αξιόπιστο, η σοβαρότητα της κατάστασης υποτιμάται. Σύμφωνα με την έρευνα του ΠΑΔΑ, μόλις το 21,92% των Ελλήνων δηλώνει ότι είναι καλά ενημερωμένο για το θέμα της λειψυδρίας, ενώ στην Αττική το ποσοστό αυτό φτάνει στο 22,66%. Αντίθετα, περισσότεροι από τους τρεις στους τέσσερις πολίτες (περίπου 78%) εκτιμούν ότι η πληροφόρησή τους είναι ελλιπής ή μέτρια.
Η ενημέρωση παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις ανά ηλικιακές ομάδες: οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, οι λεγόμενοι baby boomers (γεννημένοι μεταξύ 1946-1964), εμφανίζουν υψηλότερο ποσοστό επαρκούς ενημέρωσης (32%), σε αντίθεση με τη νεότερη γενιά Ζ (1997-2012), όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο.
Και ενώ οι νεαρότεροι σε ηλικία εμφανίζονται ως οι λιγότερο ενημερωμένοι, οι αρμόδιοι φορείς φαίνεται να επιλέγουν λανθασμένα κανάλια ενημέρωσης για το πρόβλημα. Έτσι, όπως εξήγησε η κυρία Φελώνη κατά την τοποθέτησή της σε πρόσφατο συνέδριο για το νερό, όπου παρουσιάστηκε η εν λόγω έρευνα, ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ επέλεξαν το ραδιόφωνο για την περσινή τους καμπάνια, ένα μέσο που ελάχιστα προτιμούν οι νέοι (2%).
Βάσει των ευρημάτων που παρουσίασε η κυρία Φελώνη, προκύπτει μεγάλο έλλειμμα υδατικής παιδείας. Περίπου το 35,5% των πολιτών δηλώνει ότι δεν γνωρίζει πόσο νερό καταναλώνει καθημερινά, ενώ μόνο το 16,27% απάντησε σωστά ότι η μέση ημερήσια κατανάλωση νερού ανά άτομο κυμαίνεται μεταξύ 100 και 200 λίτρων. Παρά την ευρύτατη ανησυχία για το μέλλον αφού το 69,17% θεωρεί ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, οι περισσότεροι δεν έχουν αλλάξει τις καθημερινές τους συνήθειες. Στην ερώτηση αν άλλαξαν τη συμπεριφορά τους εξαιτίας της λειψυδρίας του προηγούμενου καλοκαιριού, το 66,9% απάντησε αρνητικά ή «λίγο», με το ποσοστό στην Αττική να ξεπερνά το 74%. Η γενιά Ζ εμφανίζεται πιο αδρανής από όλες, με το 45,39% να μην έχει κάνει καμία αλλαγή στις συνήθειές του.
Επιπλέον το 43,71% των πολιτών ελέγχει σπάνια το δίκτυο ύδρευσης για διαρροές και το 62,52% δεν χρησιμοποιεί συσκευές εξοικονόμησης νερού.
etnhos.gr