Στον αέρα τινάζεται το σύστημα των καταγγελιών για υποθέσεις φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου, στο οποίο στηρίζεται εν πολλοίς το ελεγκτικό έργο της ΑΑΔΕ, μετά από δικαστική απόφαση-βόμβα. Στο εξής, ο φορολογούμενος ή η επιχείρηση που καταγγέλλεται για φοροδιαφυγή ή λαθρεμπόριο, έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί τα στοιχεία του προσώπου που τον κατήγγειλε. Πρόκειται για την απόφαση Α 5639/2025 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία σπάει το απόρρητο των στοιχείων όσων «καρφώνουν» φοροδιαφυγή, καθώς υποχρεώνει την ΑΑΔΕ να δίδει τα στοιχεία του καταγγέλλοντος στον καταγγελλόμενο. Ο καταγγελλόμενος μπορεί να κινηθεί εναντίον του προσώπου που τον κατήγγειλε και να τον μηνύσει για συκοφαντική δυσφήμιση ή να κινήσει άλλες νομικές διαδικασίες εναντίον του, ενώ φυσικά δεν αποκλείονται και άλλες... ενέργειες. Εκτιμάται ότι η δικαστική απόφαση βάζει τέλος στη φάμπρικα των καταγγελιών για φοροδιαφυγή, καθώς πλέον ο φορολογούμενος θα φοβάται τις ενδεχόμενες συνέπειες της καταγγελίας του. Υπενθυμίζεται πως η ΑΑΔΕ έχει ενθαρρύνει τις καταγγελίες για φοροδιαφυγή, δημιουργώντας και ειδική εφαρμογή για τα κινητά, μέσω της οποίας ελέγχεται η νομιμότητα των αποδείξεων, ενώ έχει κατασκευάσει και ειδική πλατφόρμα στην ιστοσελίδα της για επώνυμες και ανώνυμες καταγγελίες. Ακόμη, εκκρεμεί η εφαρμογή της εξαγγελίας για μπόνους στους πολίτες που καταγγέλλουν φοροδιαφυγή η οποία αποδεικνύεται. Όλα αυτά είναι πλέον στον αέρα, αφού οι επώνυμες καταγγελίες μπορεί να γνωστοποιηθούν στον καταγγελλόμενο, ενώ οι ανώνυμες δεν είναι και τόσο βέβαιο ότι θα παραμείνουν ανώνυμες.
Η απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε μετά
από προσφυγή φορολογούμενης, την οποία κατήγγειλε κάποιος για φοροδιαφυγή.
Στην απόφασή του το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάνθηκε
ότι «μη νομίμως αρνήθηκε η Φορολογική Αρχή τη χορήγηση στην προσφεύγουσα
αντιγράφου τόσο της καταγγελίας όσο και των συνυποβληθέντων μ’ αυτήν στοιχείων,
εφόσον, ο έλεγχος, βασίσθηκε στις περιλαμβανόμενες στην καταγγελία πληροφορίες,
περί μη λήψης και έκδοσης φορολογικών στοιχείων για τις παρασχεθείσες στην
προσφεύγουσα υπηρεσίες και τ’ αγορασθέντα από αυτήν προϊόντα».