Ο υποναύαρχος εν αποστρατεία, Θρασύβουλος Σταυριδόπουλος, τόνισε ότι «δεν ήταν ευχάριστα τα νέα για την Ναυτιλία μας. Για να είμαστε ειλικρινείς, είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα ανθρώπινο σφάλμα», προσθέτοντας ότι «είναι η χαρακτηριστική περίπτωση του στιγμιαίου ανθρώπινου λάθους».
Μία μικρή παρέκκλιση, μία μικρή αφηρημάδα, γιατί περνάνε
πολύ κοντά τα πλοία από το σημείο, είχε ως αποτέλεσμα να προσαράξει το πλοίο
πάνω σε αυτόν τον σκόπελο. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Όταν θα πέσουν οι δύτες θα
δουν αν υπάρχει η στιγμιαία βλάβη στο πηδάλιο, αλλά δεν είναι συνηθισμένο
φαινόμενο. Ωστόσο δεν είναι δύσκολο να συμβεί ένα ναυτικό ατύχημα σε αυτό το
σημείο, ένα στιγμιαίο λάθος μπορεί να φέρει αυτό το αποτέλεσμα», εκτίμησε
αρχικά.
«Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε είναι ότι η εκκένωση του
πλοίου έγινε με ιδιωτικά σκάφη και πλοιάρια. Λείπει ένα χαρακτηριστικό: Δεν
εστάλη ούτε ένα ναυαγοσωστικό, που έχει ειδικούς, εκ μέρους του θαλάμου
επιχειρήσεων. Μιλάμε για επαγγελματίες ναυαγοσώστες γιατί από ένα σφάλμα ή
εσκεμμένη ενέργεια του υπουργείου και όχι του Λιμενικού Σώματος με Π/Δ 65/2023
έχει φτιαχτεί ένας απίθανος κανονισμός για ναυαγοσωστικά, ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα
να μην μπορούν τα υφιστάμενα τότε πάνω από 30 ελληνικά ναυαγοσωστικά, να
πληρούν τον κανονισμό.
Κανονισμό που έγινε χωρίς καμία διαβούλευση. Το αποτέλεσμα
είναι ότι στο Αιγαίο αυτήν τη στιγμή που διαπνέεται καθημερινά από χιλιάδες
πλοία, έχουμε ένα όλο κι όλο αδειοδοτημένο ναυαγοσωστικό με ελληνική σημαία.
Αυτό πρέπει να διορθωθεί», τόνισε ακόμη.
«Οι πρώην συνάδελφοί μου κάνουν ό,τι μπορούν με τα δεδομένα
που έχουν. Δυστυχώς, δεν έχουν γίνει και πράγματα που έπρεπε να έχουν γίνει,
π.χ. το Εθνικό Σύστημα Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Επιτήρησης, το οποίο ήταν έτοιμο
από το 2019 – 2020 και δεν έγινε ο διαγωνισμός όπως έπρεπε.
Όλες οι ελλείψεις έχουν ως αποτελέσματα να μην έχεις την ταχύτητα που χρειάζεται στη σύγχρονη εποχή και την ταχύτητα επέμβασης, όταν χρειαστεί. Ευτυχώς είχαμε καλό καιρό και ήταν σε μία περιοχή που υπήρχαν πολλά μικρά σκάφη. Χρειάζεται μία σοβαρή αναβάθμιση μέσων και ειδικότερα εποπτικών μέσων», υπογράμμισε ο κ. Σταυριδόπουλος.