MY KTEO

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Ακριβό ρεύμα στην Ελλάδα: Η «διπλή πραγματικότητα» της ενεργειακής αγοράς


Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί φέτος στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η χώρα μας εξακολουθεί να έχει από τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη.

Αν και οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας συμβάλλουν ουσιαστικά στη μείωση της χονδρικής τιμής, η τελική επιβάρυνση για τον καταναλωτή παραμένει υψηλή, σε σχέση με άλλες χώρες της περιοχής.

Φέτος, τον Ιούλιο, η τιμή του ρεύματος στο ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας κινήθηκε γύρω στα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα, μειωμένη σε σχέση με πέρυσι. Ακόμα και τις πιο θερμές ημέρες του καύσωνα, η τιμή δεν ξεπέρασε τα 140 ευρώ, όταν το 2024 έφτανε συχνά τα 200.

Αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση της παραγωγής από ΑΠΕ, που πλέον καλύπτουν μεγάλο μέρος της ζήτησης κατά τις μεσημεριανές ώρες, και στη σχετική σταθερότητα της τιμής του φυσικού αερίου.

Ωστόσο, αυτή η θετική εικόνα αλλοιώνεται όταν εξετάσει κανείς το συνολικό κόστος για τον καταναλωτή. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη επιβάρυνση τελικού κόστους ρεύματος στην Ευρώπη, ακόμα και σε σύγκριση με χώρες όπως η Ιταλία, που έχει ιστορικά υψηλές τιμές.

Ένα σημαντικό μέρος του προβλήματος εντοπίζεται στην αγορά εξισορρόπησης, δηλαδή στο κόστος που πληρώνεται για να διατηρείται σταθερό το σύστημα όταν η ζήτηση αλλάζει απότομα. Το κόστος αυτό έχει αυξηθεί κατακόρυφα και αναμένεται να ξεπεράσει το 1 δισ. το 2025.Το αυξημένο αυτό κόστος δεν σχετίζεται με αυξημένες τεχνικές ανάγκες του συστήματος αλλά σε στρεβλώσεις και με γενικότερη αδιαφάνεια, όσον αφορά τον μηχανισμό αυτό.

Η κατάσταση στην Χονδρεμπορική αγορά επιδεινώνεται τις απογευματινές ώρες, όταν η παραγωγή από φωτοβολταϊκά πέφτει και η ζήτηση αυξάνεται. Εκεί, η εξάρτηση από μονάδες φυσικού αερίου οδηγεί σε απότομες αυξήσεις, με τις τιμές να ξεπερνούν και τα 300-400 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ακόμη και σε ημέρες χωρίς ειδικές συνθήκες. Αυτός ο «βραδινός λογαριασμός» επιβαρύνει τη μέση ημερήσια τιμή, ακυρώνοντας τα οφέλη από την πράσινη παραγωγή.

Η λύση υπάρχει και είναι γνωστή: επενδύσεις σε αποθήκευση ενέργειας, που θα επιτρέψουν να μεταφέρεται το φθηνό μεσημεριανό ρεύμα στις βραδινές ώρες. Παρότι οι πρώτες τέτοιες μονάδες μπαταριών θα ξεκινήσουν φέτος, υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την αποζημίωση τους και την ευρύτερη συμμετοχή τους στην αγορά.

Εν τω μεταξύ, άλλες χώρες της Ευρώπης κινούνται με διαφορετικό ρυθμό. Η Ιταλία προσφέρει βιομηχανικό ρεύμα με 65 ευρώ ανά μεγαβατώρα για τρία χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με το νέο κανονιστικό πλαίσιο CISAF, ενθαρρύνει ρητά τις κρατικές ενισχύσεις για μείωση του ενεργειακού κόστους, προτείνοντας μάλιστα έκπτωση 50% στο ρεύμα που καταναλώνει κάθε βιομηχανία για έως τη μισή κατανάλωση του.

Η Ελλάδα, αντίθετα, φαίνεται να παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο που επιδοτεί το παλιό, αγνοεί τις τεχνολογίες του μέλλοντος και μεταφέρει το βάρος στους καταναλωτές και τη βιομηχανία. Αν δεν αλλάξει ριζικά η αρχιτεκτονική της αγοράς και δεν στηριχθεί σοβαρά η αποθήκευση και η ευελιξία, το κόστος θα συνεχίσει να είναι υψηλό και η ανταγωνιστικότητα θα μειώνεται.

Τις φετινές εξελίξεις στην αγορά ενέργειας και τις τάσεις για το μέλλον θα έχουμε την ευκαιρία να τις αναλύσουμε διεξοδικά στο προσεχές 9o Southeast Europe Energy Forum 2025. Πρόκειται για ένα ετήσιο συνέδριο του Ελληνοαμερικάνικου Εμπορικού Επιμελητηρίου και της Ελληνικής Εταιρείας Ενεργειακής Οικονομίας (ΗΑΕΕ), το οποίο θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη στις 5 Σεπτεμβρίου.

Το στίγμα των εξελίξεων θα δώσουν αξιωματούχοι, διοικητικά στελέχη, ακαδημαϊκοί και επιστήμονες από την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή, αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

* Ο Δρ. Κώστας Ανδριοσόπουλος, είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Ενεργειακής Οικονομίας και Διευθυντής HELLENiQ ENERGY Center for Sustainability and Energy στο Alba Graduate Business School, Διευθύνων Σύμβουλος στην Akuo Energy Greece, Πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας στο ΕλληνοΑμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο



CNN.gr