Υπό το βάρος της αυξανόμενης δυσαρέσκειας του επιχειρηματικού κόσμου και με εμφανή την κόπωση της αγοράς, συνεδριάζει σήμερα στο Μέγαρο Μαξίμου, υπό τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής. Επισήμως, το αντικείμενο της συνεδρίασης είναι η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και η μείωση της γραφειοκρατίας, στην πραγματικότητα όμως καλύπτει ένα έλλειμμα πολιτικής αποτελεσματικότητας που συσσωρεύεται επί έξι έτη διακυβέρνησης.
Γράφει ο Θανάσης Κουκάκης
Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που διαφημίστηκαν ως καταλύτες για την προσέλκυση επενδύσεων και την απλοποίηση διαδικασιών, είτε έμειναν στα χαρτιά είτε απέτυχαν να δημιουργήσουν ουσιαστικό αποτύπωμα στην πραγματική οικονομία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η θεσμοθέτηση της υπηρεσίας μιας στάσης για τις στρατηγικές επενδύσεις. Αντί για απλοποίηση, εφαρμόστηκαν χαλαρότερα κριτήρια αδειοδότησης, χωρίς όμως να προκύψει σοβαρή αύξηση στρατηγικών επενδύσεων. Η ελαστικοποίηση των απαιτήσεων, όπως η αντικατάσταση νομικά δεσμευτικών εγγράφων με απλές επιστολές πρόθεσης, ενίσχυσε την εντύπωση ενός πρόχειρου σχεδιασμού χωρίς επαρκή μηχανισμό αξιολόγησης.
Ακόμη πιο ενδεικτική της αποτυχίας είναι η λειτουργία της ΔΙΜΕΑ, της Μονάδας που αντικατέστησε το ΣΥΚΕΑΠ με πολλές προσδοκίες και ακόμα περισσότερες εξουσίες. Παρά τις αυξημένες δυνατότητες εποπτείας και την άμεση υπαγωγή της στον υπουργό, η αποτελεσματικότητα υπήρξε πενιχρή, ειδικά σε κρίσιμους τομείς όπως η καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου και των απομιμητικών προϊόντων. Για άλλη μια φορά, οι θεσμικές εξαγγελίες συνοδεύτηκαν από έλλειψη συστηματικής εφαρμογής.
Η εικόνα από την πραγματική οικονομία αποτυπώνεται με ανησυχητική καθαρότητα στα στοιχεία των επιμελητηρίων. Πάνω από 60% των εμπόρων δεν βλέπει το 2025 ως χρονιά ανάκαμψης, με τη δυσπιστία να κυριαρχεί ιδίως στις μικρές επιχειρήσεις και σε παραμελημένες περιοχές της Αττικής. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικρομεσαίοι δεν διακρίνουν κανένα όφελος από τις εξαγγελθείσες πολιτικές, ενώ οι χαμηλοί τζίροι ακόμη και σε περιόδους αιχμής όπως οι γιορτές και οι εκπτώσεις, εντείνουν την ανησυχία για την επιβίωση της μικρής επιχειρηματικότητας.
Η αντίφαση είναι οξεία: ενώ το κυβερνητικό αφήγημα μιλά για «προστιθέμενη αξία» και «κλίμα εμπιστοσύνης», οι δείκτες εμπιστοσύνης των ίδιων των επιχειρηματιών παραμένουν καθηλωμένοι. Πάνω από 59% δηλώνει πολύ ή αρκετά ανήσυχος για τη βιωσιμότητα της επιχείρησής του, ενώ οι βασικοί παράγοντες επιβάρυνσης –φορολογία και ενεργειακό κόστος– παραμένουν άλυτα και διαρκώς επιδεινούμενα. Το 63,9% των επιχειρήσεων εντοπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα στο φορολογικό βάρος, και το 41,2% στο ενεργειακό κόστος, προβλήματα στα οποία η κυβέρνηση είτε δεν έχει απαντήσει είτε απάντησε αποσπασματικά και ανεπαρκώς.
Ακόμη και στα ζητήματα των τραπεζών και της τιμωρίας των πολυεθνικών, η κριτική είναι ευθεία. Το 52,5% απορρίπτει τα μέτρα της κυβέρνησης για τις τράπεζες, θεωρώντας τα αναποτελεσματικά, ενώ σχεδόν 90% ζητά επιπλέον ρυθμίσεις. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος των επαγγελματιών βλέπει τα πρόστιμα σε πολυεθνικές ως θετική αλλά ανεπαρκή κίνηση, ζητώντας εντατικοποίηση των ελέγχων και ουσιαστικά αποτελέσματα στις τιμές.
dnews.gr