Τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν στη ΔΕΘ, αν και σημαντικής εμβέλειας και αν και αθροίζουν ένα σημαντικό κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό, δεν προσφέρουν άμεση ανάσα στους πολίτες που δοκιμάζονται από την ακρίβεια και το υψηλό κόστος ζωής.
Γράφει ο Θανάσης Κουκάκης
Στη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), η κυβέρνηση προχώρησε σε σειρά ανακοινώσεων με στόχο να παρουσιάσει ένα πακέτο μέτρων ανακούφισης και ενίσχυσης διαφόρων κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων.
Ωστόσο, ήδη οι πρώτες αντιδράσεις από πολίτες εστιάζουν στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος αυτών των παρεμβάσεων έχει περισσότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα παρά ουσιαστικό αντίκτυπο στην καθημερινότητα. Τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν, αν και σημαντικής εμβέλειας και αν και αθροίζουν ένα σημαντικό κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό, δεν προσφέρουν άμεση ανάσα στους πολίτες που δοκιμάζονται από την ακρίβεια και το υψηλό κόστος ζωής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάργηση του τέλους συνδρομητικής τηλεόρασης, μέτρο με ετήσιο κόστος 22 εκατ. ευρώ. Αν και επικοινωνιακά παρουσιάζεται ως μείωση επιβαρύνσεων, στην πράξη ωφελεί περιορισμένο αριθμό νοικοκυριών, και μάλιστα εκείνων που έχουν ήδη τη δυνατότητα να πληρώνουν για συνδρομητικές υπηρεσίες. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η κατάργηση του τέλους σταθερής τηλεφωνίας 5% για συνδέσεις οπτικής ίνας, με κόστος 24 εκατ. ευρώ, το οποίο λειτουργεί περισσότερο ως κίνητρο για ψηφιακή μετάβαση παρά ως ελάφρυνση για την πλειονότητα των νοικοκυριών. Και σε αυτή την περίπτωση, το μέτρο αφορά όσους έχουν επιλέξει ή μπορούν να επιλέξουν πιο ακριβά πακέτα υψηλών ταχυτήτων.
Αντίστοιχης λογικής είναι και η θέσπιση αφορολόγητου επιδόματος βιβλιοθήκης για τα μέλη ΔΕΠ και ερευνητές (6 εκατ. ευρώ), καθώς και η αναγνώριση του integrated master για πενταετείς σπουδές στο μισθολόγιο (7 εκατ. ευρώ). Πρόκειται για παρεμβάσεις που αφορούν συγκεκριμένες, περιορισμένες επαγγελματικές ομάδες και δεν έχουν απήχηση στο ευρύ κοινωνικό σώμα. Παράλληλα, η απαλλαγή φόρου εισοδήματος για ιδρύματα και κληροδοτήματα (43 εκατ. ευρώ) αφορά πρωτίστως νομικά πρόσωπα και δεν επηρεάζει άμεσα τους πολίτες.
Το συνολικό κόστος όλων αυτών των μέτρων ανέρχεται σε 102 εκατ. ευρώ ετησίως, ποσό το οποίο βαραίνει τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς να επιστρέφει ουσιαστικά οφέλη σε εργαζόμενους, νοικοκυριά ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η κοινωνική τους απόδοση είναι δυσανάλογα χαμηλή σε σχέση με την επιβάρυνση που προκαλούν.
Η στοχευμένη μείωση ΦΠΑ
Η κυβέρνηση, όταν καλείται να απαντήσει για το ενδεχόμενο μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα, επισημαίνει ότι κάτι τέτοιο θα κόστιζε στον προϋπολογισμό περίπου 1 δισ. ευρώ. Ωστόσο, με το ποσό των 100 εκατ. ευρώ που δαπανώνται για τα προαναφερόμενα μέτρα, θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί η μείωση του ΦΠΑ από 24% σε 13% για όλα τα μη αλκοολούχα ποτά, χυμούς και ροφήματα, ανεξάρτητα από το αν καταναλώνονται σε κατάστημα ή εκτός.
Το ίδιο προϊόν, όπως ένας χυμός ή ένα αναψυκτικό, φορολογείται με 13% όταν πωλείται ως take away ή delivery (παράδοση αγαθού), ενώ υπάγεται σε ΦΠΑ 24% όταν καταναλώνεται επιτόπου ως μέρος υπηρεσίας εστίασης. Αυτή η διάκριση βασίζεται στην ευρωπαϊκή νομολογία που διαφοροποιεί την παροχή υπηρεσίας εστίασης από την απλή παράδοση αγαθού, όμως στην πράξη οδηγεί σε συγχύσεις και περιπλέκει τη λειτουργία επιχειρήσεων και την καθημερινότητα των καταναλωτών.
Η ευρωπαϊκή οδηγία 2006/112/ΕΚ για τον ΦΠΑ, όπως τροποποιήθηκε το 2022, δίνει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές σε τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει τη διακριτική ευχέρεια να προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση που θα εντάξει όλα τα σχετικά προϊόντα στον μειωμένο συντελεστή, ανεξαρτήτως τρόπου κατανάλωσης.
Η λύση, επομένως, δεν προϋποθέτει παραβίαση του ευρωπαϊκού πλαισίου, αλλά την αξιοποίηση της εθνικής νομοθετικής δυνατότητας ώστε όλα τα μη αλκοολούχα ποτά να θεωρηθούν αγαθά διατροφής και να φορολογούνται ενιαία με 13%, ανεξαρτήτως του πως καταναλώνονται. Μια τέτοια παρέμβαση θα είχε απτό και ουσιαστικό αποτέλεσμα.
dnews.gr