Τα περίφημα «pass», από το power pass και το fuel pass έως το market pass, κόστισαν στο Δημόσιο περισσότερα από 9 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 5,2% του ΑΕΠ.
Γράφει ο Θανάσης Κουκάκης
Μετά το 2019, η Ελλάδα εισήλθε σε μια περίοδο έντονων επιδοματικών πολιτικών, οι οποίες καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη δημόσια οικονομική στρατηγική. Η πανδημία του κορωνοϊού αποτέλεσε την αφετηρία μιας χωρίς προηγούμενο κρατικής παρέμβασης: μέσα σε δύο χρόνια διατέθηκαν περισσότερα από 33 δισ. ευρώ για τη στήριξη εργαζομένων, ανέργων και επιχειρήσεων. Η άμεση ενίσχυση λειτούργησε ως αναχώμα στην ανεργία και απέτρεψε μια κοινωνική κρίση, ωστόσο άνοιξε τον δρόμο για μια νέα «κουλτούρα» μαζικών επιδοτήσεων.
Η ενεργειακή κρίση του 2022–2023 ήρθε να ενισχύσει αυτήν την τάση. Τα περίφημα «pass», από το power pass και το fuel pass έως το market pass, κόστισαν στο Δημόσιο περισσότερα από 9 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 5,2% του ΑΕΠ. Οι παρεμβάσεις αυτές έδωσαν άμεση ανάσα σε εκατομμύρια νοικοκυριά, όμως οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι το τίμημα ήταν βαρύ.
Πέρα όμως από το χαμένο αναπτυξιακό έδαφος, οι μαζικές επιδοτήσεις προκάλεσαν στρεβλώσεις στις τιμές. Όταν το κράτος καλύπτει μέρος του κόστους ενέργειας ή καυσίμων, οι καταναλωτές δεν έχουν ισχυρό κίνητρο να περιορίσουν την κατανάλωση ή να στραφούν σε εναλλακτικές λύσεις. Η τεχνητή τόνωση της ζήτησης διατηρεί τις τιμές σε υψηλότερα επίπεδα, χωρίς να αντανακλούν την πραγματική ισορροπία της αγοράς. Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και με το market pass: τα νοικοκυριά απέκτησαν πρόσθετη ρευστότητα, όμως η ενίσχυση αυτή τροφοδότησε τη διατήρηση των τιμών στα ράφια. Έτσι, η βραχυπρόθεσμη προστασία μετατρέπεται σε μακροπρόθεσμη εξάρτηση από δημόσιους πόρους.
Την ίδια στιγμή, τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας ενέτειναν τον φαύλο κύκλο. Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, με τα τελευταία στοιχεία να δείχνουν ότι το 2023 η χώρα κατέγραψε μόλις το 56,2% του μέσου όρου της ΕΕ ανά ώρα εργασίας. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο αλλά αποτυπώνει τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, την εξάρτηση από τομείς χαμηλής απόδοσης και την υπεροχή μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Στο επίκεντρο της συζήτησης έρχεται και ο ρόλος των επιδομάτων, που λειτουργήσαν ως παράγοντας που επηρέασε τη δυναμική της παραγωγικότητας.
Η Ελλάδα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό και την εστίαση, τομείς που προσφέρουν χαμηλή προστιθέμενη αξία. Αντίθετα, η απασχόληση σε κλάδους μέσης και υψηλής τεχνολογίας είναι περιορισμένη, γεγονός που μειώνει τις προοπτικές βελτίωσης της παραγωγικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, τα επιδόματα έρχονται να στηρίξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων. Ωστόσο, η βραχυπρόθεσμη ανακούφιση που προσφέρουν δεν συνδέεται πάντοτε με μια στρατηγική ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας.
Κατά την περίοδο της πανδημίας και αργότερα της ενεργειακής κρίσης, δαπανήθηκαν δισεκατομμύρια σε μορφή άμεσων ενισχύσεων. Τα μέτρα αυτά απέτρεψαν μια κοινωνική κατάρρευση, αλλά ταυτόχρονα δεν διοχέτευσαν κεφάλαια σε τομείς που θα μπορούσαν να αυξήσουν τη μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα, όπως οι επενδύσεις στις υποδομές και στην πράσινη μετάβαση. Η αντίφαση είναι σαφής: η προστασία των ευάλωτων ομάδων υπήρξε αναγκαία, αλλά η οικονομία έχασε την ευκαιρία να ενισχύσει τα θεμέλιά της.
Παράλληλα, η ελληνική επιχειρηματική δομή αποτελείται κυρίως από μικρές μονάδες με περιορισμένες δυνατότητες καινοτομίας. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις απασχολούν σχεδόν τρεις στους τέσσερις εργαζόμενους, ενώ η παραγωγικότητά τους παραμένει αισθητά χαμηλότερη από αυτήν των μεγάλων εταιρειών της ΕΕ. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τα επιδόματα δεν ενθαρρύνουν τη μετάβαση σε αποδοτικότερες πρακτικές αλλά διατηρούν το υφιστάμενο μοντέλο, με αποτέλεσμα η χώρα να εγκλωβίζεται σε χαμηλή παραγωγικότητα.
Το φαινόμενο επιτείνεται και από άλλες παθογένειες. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή επιτρέπει σε άτομα που δεν έχουν πραγματική ανάγκη να επωφελούνται από τα επιδόματα, μειώνοντας την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων. Η πολυδιάσπαση των προγραμμάτων, η γραφειοκρατία και η έλλειψη συντονισμού ενισχύουν αυτήν την εικόνα. Έτσι, ενώ τα επιδόματα συμβάλλουν στην κοινωνική συνοχή, συχνά δεν συνοδεύονται από σαφή στρατηγική που θα τα μετέτρεπε σε εργαλείο οικονομικής ανασυγκρότησης.
dnews.gr