Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα σημεία του νέου νομοσχεδίου είναι, χωρίς αμφιβολία, η πρόβλεψη για 13ωρη ημερήσια εργασία. Το άρθρο 6 του νομοσχεδίου τροποποιεί τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 194 του Κώδικα Εργατικού Δικαίου (ΚΕΔ), δίνοντας τη δυνατότητα σε εργαζόμενους που απασχολούνται σε έναν μόνο εργοδότη να εργάζονται έως και δεκατρείς ώρες την ημέρα.
Η ρύθμιση αυτή παρουσιάζεται ως «επιτυχία» από το υπουργείο Εργασίας καθώς θεωρούν ότι προσαρμόζεται στις ανάγκες των εργοδοτών. Όμως, πίσω από τις επικοινωνιακές πρακτικές του υπουργείου, προκύπτει ένα βασικό ερώτημα: μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη αντοχή στο όνομα της ευελιξίας;
Τι αλλάζει στην πράξη:
Η 13ωρη εργασία αναλύεται σε 8 ώρες συμβατικού ωραρίου, 1 ώρα υπερεργασία και έως 4 ώρες υπερωρία. Ο εργαζόμενος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 48 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο σε περίοδο τεσσάρων μηνών, όμως, όπως επανειλημμένα έχει αποδειχτεί υπάρχει μεγάλη απόσταση από την θεωρία στην πράξη.
Έχουμε το ανώτατο όριο των 150 ωρών νόμιμης υπερωρίας ετησίως στο οποίο υπάρχει η δυνατότητα επέκτασης του μέσω έγκρισης του Υπουργείου Εργασίας κατά το άρθρο 58 Ν. 4808/2021 το οποίο ουσιαστικά επιτρέπει την παρέκταση των ωρών. Στην πραγματικότητα, αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος μπορεί να εργάζεται 13 ώρες ημερησίως όχι όμως για 37, αλλά για ακόμα περισσότερες ημέρες μέσα σε ένα έτος, εφόσον η επιχείρηση επικαλεστεί «επείγουσα ανάγκη».
Η διάταξη αυτή είναι προβληματική καθώς δεν είναι ξεκάθαρο το ποίος ελέγχει την «επείγουσα ανάγκη» και αν είναι πράγματι επείγουσα. Αυτό αποδεικνύεται από το ίδιο το όργανο του υπουργείου εργασίας καθώς σχεδόν όλες οι αιτήσεις που έχουν κατατεθεί μέχρι τώρα, εγκρίνονται, γεγονός που καθιστά τη ρύθμιση εργαλείο καταστρατήγησης και ουχί προστασίας.
Ο εργαζόμενος μπορεί να πει «όχι»;
Θεωρητικά, το νομοσχέδιο αναφέρει ότι ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την υπερωριακή απασχόληση. Όμως, η ίδια η διάταξη παραπέμπει στο άρθρο 12 ΚΕΔ, το οποίο ορίζει ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να παράσχει εργασία πέραν της συμφωνημένης, εφόσον η άρνησή του θα ήταν αντίθετη προς την καλή πίστη.
Με απλά λόγια, το «δικαίωμα άρνησης» υπάρχει μόνο όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Διαφορετικά, ο εργαζόμενος κινδυνεύει να θεωρηθεί ότι παραβαίνει τα καθήκοντά του. Ακόμα και η προστασία από άκυρη απόλυση (άρθρο 14 του νομοσχεδίου) υπόκειται στην ίδια προϋπόθεση δηλαδή, η άρνηση να μην είναι αντίθετη με την καλή πίστη.
Άρα, στην ουσία, η υπερωριακή εργασία μπορεί να ζητηθεί και να παρασχεθεί υποχρεωτικά, εφόσον «δικαιολογείται από τον εργοδότη». Η επικοινωνιακή τακτική του υπουργείου σχετικά με την επιλογή του εργαζομένου στην πράξη δείχνει ότι πέφτει στο κενό.
Προς ποια κατεύθυνση βαδίζουμε;
Η επέκταση του ημερήσιου ωραρίου στις 13 ώρες έστω και «κατ’ εξαίρεση» σηματοδοτεί μια επικίνδυνη λογική η οποία μας θυμίζει παραδείγματα από προηγούμενους αιώνες διότι ο στόχος δεν είναι η προστασία του εργαζομένου αλλά η εξυπηρέτηση του εργοδότη. Σε μια εποχή που η ψυχική και σωματική εξουθένωση έχουν αναγνωριστεί ως επαγγελματικοί κίνδυνοι, η πολιτεία φαίνεται να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η εργασία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μια απλή συνθήκη ή ένας δείκτης που προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς. Πίσω από τις ώρες εργασίας υπάρχουν άνθρωποι, οικογένειες, προσωπικός χρόνος, υγεία κλπ. Τα οποία δεν μπορούν και δεν δύναται να μετρώνται με στόχο αποκλειστικά το κέρδος.
Τέλος, κατά την άποψή μου, είναι αδήριτη ανάγκη να ενισχυθεί ο έλεγχος στις εγκρίσεις των υπερωριών και να προστατευθεί ουσιαστικά το όριο των 48 ωρών από το ίδιο το Υπουργείο. Η ευελιξία δεν μπορεί να γίνει άλλοθι για εξάντληση. Χρειάζεται ισορροπία και σήμερα, το εκκρεμές δείχνει να γέρνει επικίνδυνα προς τη λάθος πλευρά της ιστορίας.
ethnos.gr
