Σε οικονομική ασφυξία βρίσκονται τα ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία αναγκάζονται να «τρώνε από τις καταθέσεις τους» για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024. Παρά τη μικρή αύξηση των εισοδημάτων, η ακρίβεια εξακολουθεί να εξανεμίζει κάθε διαθέσιμο ευρώ, οδηγώντας τη χώρα στην τελευταία θέση της Ε.Ε. – μαζί με τη Βουλγαρία – σε όρους αγοραστικής δύναμης.
Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει ότι το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών παραμένει αρνητικό στο -2,5%, ελαφρώς χαμηλότερο από το -2,4% του 2023 και πολύ μακριά από το +4,4% του 2021, όταν λόγω πανδημίας η κατανάλωση είχε περιοριστεί. Το φαινόμενο αυτό σημαίνει πως οι πολίτες καταναλώνουν περισσότερα από όσα εισπράττουν, καλύπτοντας τη διαφορά με αναλήψεις ή δανεισμό.
Παρά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά 4,5% (από 151,7 σε 158,6 δισ. ευρώ), η καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε ακόμα περισσότερο, κατά 4,6%, φτάνοντας τα 162,6 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι η χώρα να παραμένει η μόνη της Ευρωζώνης με αρνητική αποταμίευση, όπως επιβεβαιώνουν και οι μηνιαίες μετρήσεις του ΙΟΒΕ.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από τα χαμηλά εισοδήματα των συνταξιούχων, με βάση τα στοιχεία του συστήματος «ΗΛΙΟΣ» του ΕΦΚΑ: ο μέσος όρος κύριας σύνταξης ανέρχεται σε 844,62 ευρώ, ενώ 6 στις 10 συντάξεις γήρατος παραμένουν κάτω από τα 1.000 ευρώ.
Τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, της Eurostat, της ΕΚΤ και του ΙΟΒΕ αποτυπώνουν με σαφήνεια ότι η ακρίβεια και η στασιμότητα των μισθών διαβρώνουν την καθημερινότητα, μετατρέποντας την αποταμίευση σε πολυτέλεια για την πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών.
