Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2024 καταγράφηκαν μόλις 68.467 γεννήσεις, μειωμένες κατά 4,2% σε σχέση με το 2023 (71.455).
Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια αργή αλλά σταθερή δημογραφική κρίση: ο πληθυσμός της γερνάει και οι γεννήσεις μειώνονται συνεχώς. Οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, όμως κάνουν λιγότερα παιδιά.
Το 2023, ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έπεσε στο ιστορικά χαμηλό 1,37 - πολύ κάτω από το 2,1 που απαιτείται για να παραμείνει σταθερός ο πληθυσμός. Σε χώρες όπως η Μάλτα, η Πολωνία, η Ισπανία και η Ιταλία, το 2024 το ποσοστό αυτό αναμένεται να φτάσει μόλις στο μισό του δείκτη αντικατάστασης, αγγίζοντας επίπεδα που μέχρι πρόσφατα βλέπαμε μόνο σε ανεπτυγμένες ασιατικές χώρες, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα.
Η Ελλάδα ακολουθεί την ίδια ανησυχητική πορεία.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2024 καταγράφηκαν μόλις 68.467 γεννήσεις, μειωμένες κατά 4,2% σε σχέση με το 2023 (71.455). Πρόκειται για τον χαμηλότερο αριθμό γεννήσεων των τελευταίων δεκαετιών, επιβεβαιώνοντας μια πτωτική τάση που ξεκινά ήδη από τη δεκαετία του 1930. Οι Ελληνίδες αποκτούν παιδιά σε ολοένα μεγαλύτερη ηλικία - κυρίως μεταξύ 30 και 39 ετών - ενώ η μείωση των γάμων και η αύξηση των συμφώνων συμβίωσης αντικατοπτρίζουν μια κοινωνία που αλλάζει.
Την ίδια χρονιά, οι θάνατοι (126.916) ξεπέρασαν κατά πολύ τις γεννήσεις, γεγονός που δείχνει τη συνεχιζόμενη δημογραφική συρρίκνωση της χώρας. Η ραγδαία αυτή γήρανση φέρνει τεράστιες προκλήσεις για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Λιγότεροι νέοι σημαίνει λιγότεροι εργαζόμενοι, μικρότερη παραγωγικότητα και αυξανόμενη πίεση στα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς οι ηλικιωμένοι αυξάνονται και οι εισφορές μειώνονται. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπαθούν εδώ και χρόνια να αντιστρέψουν αυτή την πορεία με πολιτικές που ενθαρρύνουν τη δημιουργία οικογένειας - όπως καλύτερη παιδική φροντίδα, άδειες γονέων και οικονομικά επιδόματα - όμως τα αποτελέσματα είναι περιορισμένα. Παρά τις προσπάθειες, οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν να κάνουν λιγότερα παιδιά, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους ζωής, της αβεβαιότητας και των δύσκολων συνθηκών εργασίας για τους νέους.
Έτσι, η μόνη πολιτική που μπορεί πραγματικά να κρατήσει την Ευρώπη ζωντανή δημογραφικά και οικονομικά είναι η μετανάστευση. Τα τελευταία χρόνια, οι μετανάστες έχουν ουσιαστικά αποτρέψει τη μείωση του πληθυσμού της ΕΕ. Χωρίς αυτούς, η Ευρώπη θα είχε ήδη αρχίσει να χάνει κατοίκους με ταχύ ρυθμό. Όμως η πρόκληση πλέον δεν είναι μόνο να υποδεχθεί περισσότερους μετανάστες, αλλά να το κάνει με τρόπο που να ωφελεί την οικονομία και την κοινωνία.
Έρευνες από τη Δανία και τις Κάτω Χώρες δείχνουν ότι οι μετανάστες που έρχονται για εργασία ή σπουδές συνεισφέρουν θετικά στα δημόσια οικονομικά, ενώ όσοι έρχονται μέσω οικογενειακής επανένωσης ή ως πρόσφυγες συχνά κοστίζουν περισσότερο στα κρατικά ταμεία. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα μόνο περίπου το ένα τέταρτο των αδειών παραμονής στην ΕΕ αφορά εργασία ή εκπαίδευση. Η Δανία, μέσα σε λίγες δεκαετίες, κατάφερε να αυξήσει σημαντικά τη μετανάστευση που συνδέεται με εργασία και εκπαίδευση, περιορίζοντας τις άλλες κατηγορίες. Το παράδειγμά της δείχνει ότι μια πιο «έξυπνη» και στοχευμένη μεταναστευτική πολιτική μπορεί να αποφέρει ουσιαστικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη.
Στην Ελλάδα, την περίοδο 2011-2023 σημειώθηκε δραματική μείωση των μεταναστών στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο αριθμός των απασχολούμενων μεταναστών μειώθηκε κατά 55%, από 375.000 άτομα σε μόλις 170.000. Η μείωση αυτή έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή σε βασικούς τομείς της οικονομίας. Σήμερα, εκτιμάται ότι λείπουν 70.000 εργαζόμενοι στον γεωργικό τομέα, 80.000 στον τουρισμό και την εστίαση, ενώ μαζί με τις ελλείψεις στις κατασκευές, προκύπτει συνολική ανάγκη για περίπου 200.000 εργατικά χέρια.
Η πραγματικότητα αυτή φανερώνει ότι η Ελλάδα, όπως και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χρειάζεται επειγόντως ένα νέο, οργανωμένο μεταναστευτικό σχέδιο - όχι μόνο για να καλύψει τις άμεσες ανάγκες της αγοράς, αλλά και για να στηρίξει τη δημογραφική της επιβίωση. Και στη χώρα μας το πολιτικό σύστημα δείχνει να μην συμβαδίζει με τις απαιτήσεις της εποχής.
dnews.gr
