Μια εξαιρετικά ανησυχητική εικόνα για την κοινωνική συνοχή και το βιοτικό επίπεδο μεγάλου τμήματος του πληθυσμού καταγράφει η πρόσφατη έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Παρά τη βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών και την αύξηση του ΑΕΠ, η ανισότητα παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, με τα φτωχά νοικοκυριά να καλούνται να επιβιώσουν με εισοδήματα που καλύπτουν μόλις τις βασικές ανάγκες.
Σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών που παραθέτει το ΚΕΠΕ, η μέση μηνιαία δαπάνη των μη φτωχών νοικοκυριών ανέρχεται στα 1.220,15 ευρώ, ενώ τα φτωχά νοικοκυριά ζουν με μόλις 392,32 ευρώ μηνιαίως. Επιπλέον, το 56,7% της δαπάνης των φτωχών νοικοκυριών κατευθύνεται αποκλειστικά σε τρόφιμα και στέγαση, έναντι 34,3% στα μη φτωχά, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτα στις αυξήσεις τιμών.
Παρά τις αυξήσεις στους μισθούς και τη βελτίωση της απασχόλησης, η πραγματική αγοραστική δύναμη μειώθηκε, καθώς ο πληθωρισμός «απορρόφησε» τα όποια οφέλη. Το πρώτο τρίμηνο του 2025, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 3,3%, ενώ η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης.
Η ανισότητα στη χώρα εξακολουθεί να υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με το πλουσιότερο 20% να έχει εισόδημα πενταπλάσιο του φτωχότερου 20%. Ο κίνδυνος φτώχειας αγγίζει το 26,9% του πληθυσμού, ενώ πιο εκτεθειμένες ομάδες είναι οι άνεργοι, οι μονογονεϊκές οικογένειες, τα παιδιά, οι ενοικιαστές και οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης.
Καθοριστικός αποδεικνύεται ο ρόλος του κράτους, καθώς χωρίς κοινωνικές μεταβιβάσεις το ποσοστό φτώχειας θα έφτανε το 45%. Το ΚΕΠΕ υπογραμμίζει την ανάγκη στοχευμένων παρεμβάσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών και στην πρόσβαση σε βασικά αγαθά, όπως η διατροφή.
