Καίγεται ένας οίκος ανοχής και το μόνο που σώζεται από εκεί
είναι ένας παπαγάλος. Τον παπαγάλο τον χάρισαν σε μία οικογένεια η οποία τον
έβαλε στην είσοδο του σπιτιού της.
Με το μόλις ξύπνησε είπε τις πρώτες του λέξεις:
– Καινούριο μαγαζί, καινούριο μαγαζί, καινούριο μαγαζί…
Μετά από λίγο γύρισε η κόρη από το σχολείο και λέει ο
παπαγάλος :
– Καινούρια ιερόδουλη, καινούρια ιερόδουλη, καινούρια
ιερόδουλη…
Μετά από λίγο γύρισε και η μητέρα απ’ την δουλειά και πάλι
είπε ο παπαγάλος:
– Καινούρια «μαντάμ», καινούρια «μαντάμ», καινούρια «μαντάμ»
Όλη την υπόλοιπη ημέρα ο παπαγάλος δεν είχε πει κουβέντα
μέχρι που το βράδυ γύρισε και ο πατέρας από τη δουλειά και ξανακούστηκε ο
παπαγάλος:
–
Μαγαζί αλλάξαμε, ιερόδουλες αλλάξαμε, «μαντάμ» αλλάξαμε
αλλά ο κυρ Κώστας όμως σταθερός πελάτης.