Όπως λειτουργεί σήμερα η «δημοσκοπική αγορά», κόμματα, πολιτικοί, θεσμοί και πολίτες δεν προστατεύονται.
Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Πάει καιρός τώρα που η ουσία των πολιτικών εξελίξεων – «πώς πάνε τα πράγματα» στη χώρα δηλαδή – δεν διατυπώνεται από την πολιτική και τους πολιτικούς, αλλά από τους… δημοσκόπους και τα γκάλοπ.
Η αξιολόγησή της κυβερνητικής δράσης – από την αντιπολίτευση και λοιπούς παράγοντες του δημοσίου βίου παρακάμπτεται. Τη θέση τους παίρνουν «πίτες» και «κολώνες», που διαμορφώνουν «εργαστηριακά» καμία δεκαριά εταιρίες έρευνας κοινής γνώμης.
Παρ’ ότι ο Γάλλος συγγραφέας Νικολά Σαμφόρ έλεγε ότι «η κοινή γνώμη είναι η χειρότερη γνώμη» τα «ευρήματα» των δημοσκοπήσεων -που την αποτυπώνουν υποτίθεται – δημοσιευόμενα ορίζουν το πολίτικο κλίμα, την πολιτική συζήτηση και τις προγνώσεις για τη σύνθεση της επόμενης Βουλής…
Σε μια κοινωνία που θελει να αποτελείται από νοήμονες, όταν ανακοινώσει «εύρημα» μια δημοσκοπική εταιρία, εκλαμβάνεται ως δεδομένο, ως θέσφατο και βάση για πολιτικό διάλογο. Πριν από χρόνια ένας δημοσκόπος ανακοίνωσε ότι «βρήκε» ότι σχεδόν, οι μισοί στο «δείγμα» μια έρευνάς του πιστεύουν ότι «μας ψεκάζουν» και από τοτε το κομπόδεσαν ότι αυτό πιστεύουν οι μισοί Ελληνες.
Τα δημοσκοπικά «ευρήματα»
Όπως παλιά έλεγαν «το έγραψε η εφημεριδα» , αργότερα «το είπε η τηλεόραση», τώρα «το βρήκε η δημοσκόπηση». Με την ευκολία που «βρίσκονται» πράγματα στα χαρτιά ή στο φλυτζάνι. Το πρόβλημα είναι ότι τα δημοσκοπικά «ευρήματα» προκύπτουν σε συνθήκες πλήρους αδιαφάνειας. Αν εξαιρεθεί η «επιστημονική μέθοδος» των εταιριών- που είναι δικαίωμά τους και αφορά μόνο τους πελάτες τους- τα υπόλοιπα δεν ελέγχονται από καμία δημόσια Αρχή, ενώ προορίζονται για δημόσια κατανάλωση.
Πχ, δεν είναι γνωστό πόσο κοστίζει μια δημοσκόπηση και ποιος την πληρώνει, πού βρίσκονται τα ερωτηματολόγια -που υποτίθεται ότι- συμπληρώθηκαν, ποιος ελέγχει την εγκυρότητα της συμπλήρωσής τους και ποιος εγγυάται ότι τα ποσοστά που προβάλλονται είναι αυτά που προκύπτουν από τα ερωτηματολόγια.
Πρωτίστως δεν είναι γνωστό ποια –οικονομική- σχέση έχει με υπουργεία και άλλους φορείς του δημοσίου και τα κόμματα, η εταιρία που ερευνά τη στάση της κοινωνίας απέναντί τους. Αν κάνει δουλειές με την κυβέρνηση, μόνο αξιόπιστη δεν μπορεί να θεωρηθεί η έρευνά της.
Έχει και χειρότερο. Κατά τη δημοσίευση των ερευνών η «πρόθεση ψήφου» – υποβαθμίζεται υπέρ της «εκτίμησης ψήφου», της «αναγωγής» – και άλλων μεθόδων που δεν είναι γκάλοπ, αλλά η …γνώμη του δημοσκόπου- και αξιοποιείται από τα ΜΜΕ αναλόγως των προτιμήσεων τους… Ο τρόπος που χρησιμοποιούν το δημοσκοπικό υλικό ορισμένα ΜΜΕ συνιστά εξαπάτηση της κοινής γνώμης.
Με αυτά τα δεδομένα και με το παρελθόν αποτυχιών στις δημοσκοπικές προβλέψεις- για τις δικαιολογήσουν οι δημοσκόποι το 2023, έφτασαν να λένε για το αποτέλεσμα «το βρίσκαμε αλλά δεν το λέγαμε» – είναι προφανές αυτή τη περίοδο κερδισμένος μπορεί να είναι αυτός που εμφανίζεται ως …χαμένος. Δηλαδή η κυβέρνηση.
Βαλβίδες αποσυμπίεσης
Τα αρνητικά ευρήματα, τόσο μακριά από τις εκλογές- το χρόνο των οποίων ορίζει η ίδια- λειτουργούν ως βαλβίδες αποσυμπίεσης. Και κατά πως συμβαίνει συχνά, όσο εύκολα καταρρέουν οι «κολώνες» τόσο εύκολα μπορούν να αναστηλωθούν στην επόμενη φάση.
Το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται και το φαινόμενο των δημοσκοπήσεων… δυο όψεων: την ίδια στιγμή, στην ίδια μέτρηση καταγράφονται δυο εντελώς διαφορετικά μεγέθη και διαμορφώνεται κάτι σαν μαγική εικόνα.
Στη μια πλευρά της αναφέρεται η, ευρεθείσα, ποσοστιαία κατανομή της επιρροής των γνωστών κομμάτων και στην άλλη η αναίρεση της , με την κατανομή σε τρία ανύπαρκτα κόμματα. Τα οποία φτάνουν αθροιστικά ως το …60%, οπότε για τα πραγματικά κόμματα δεν απομένει παρά το 40% Τρελό;
Δεν είναι το μόνο. Ο Μητσοτάκης αποδοκιμάζεται και ταυτόχρονα είναι ο καταλληλότερος για Πρωθυπουργός. Στην κυβέρνηση χρεώνεται η ευθύνη για τα μεγαλύτερα προβλήματα στη χώρα και στη ζωή των ανθρώπων και ταυτόχρονα έχει περισσότερες πιθανότητες να ξανακυβερνήσει. Και η δημοτικότητα των πολιτικών είναι ακορντεόν: δεν ψηφίζονται όσοι είναι δημοφιλείς, και παίρνουν την ψήφο όσοι δεν αρέσουν.
Όλα αυτά οδηγούν στη ανάγκη για μια μεγάλη συζήτηση που δεν έγινε ούτε πρόκειται να γίνει – ίσως γιατί «είναι πολλά τα λεφτά Άρη».
Η ρήση της Θάτσερ
Το αποτέλεσμα είναι αντί να συζητούνται προγράμματα, πολιτικές, ιδεολογίες και συμπεριφορές των διαχειριστών, ή των διεκδικητών της προτάσσεται η … απήχηση τους- όπως την «βρίσκουν» οι δημοσκόποι και την «υπολογίζουν» τα «μοντέλα» της εταιρίας. Κι ας έλεγε η μακαρίτισσα η Θάτσερ: «Οποιος λαμβάνει υπόψη του τα γκάλοπ, δεν κυβερνάσει – υπακούει».
Εδώ όμως κάτι δεν πάει καλά. Ό,τι δηλώνεται σε δημοσκόπηση, πρέπει να είναι δημοσκόπηση. Ήτοι, κατά τον επικρατέστερο ορισμό: «Έρευνα κοινής γνώμης που διενεργείται με επιστημονική μεθοδολογία από εξειδικευμένο προσωπικό και σκοπό έχει τη στατιστική καταγραφή της πραγματικότητας αναφορικά με τις απόψεις ή τις προθέσεις πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα, τα οποία τίθενται με τη μορφή ερωτημάτων σε επιλεγμένο στατιστικό δείγμα από ανθρώπους» .
Ειδικά η πρόθεση ψήφου πρέπει να είναι πιστή απεικόνιση των σχετικών ευρημάτων και τίποτε περισσότερο. Τα υπόλοιπα δεν είναι γκάλοπ. Ενίοτε μάλιστα είναι η …αλλοίωσή τους.
Η εμπιστοσύνη στις εταιρίες είναι θέμα όσων τις προσλαμβάνουν. Αλλά η κοινοποίηση των ευρημάτων πρέπει να υπόκειται σε κανόνες, που αποκλείσουν -η έστω περιορίζουν τη χειραγώγησης της κοινή γνώμης.
Τα γκάλοπ να ελέγχονται ως «προϊόν»
Μόνο η αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή – το ΕΣΡ- μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες από την προσπάθεια αλλοίωσης των προθέσεών τους, ή επηρεασμού του φρονήματος τους από «ερευνητές».
Όχι ο «αυτοέλεγχος» των εταιριών με την αρμόδια «επιτροπή» του Συλλόγου τους και τα «ψιλά γράμματα» των ανακοινώσεων τους. Τα γκάλοπ πρέπει να ελέγχονται ως «προϊόν», όπως το τηλεοπτικό πρόγραμμα, οι διαφημίσεις και τα… τρόφιμα.
Όσο δεν συμβαίνει όλοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Ποιος αγνοεί ότι κυβερνήσεις, κόμματα και ΜΜΕ προσφέρουν προς κατανάλωση δημοσκοπικά ευρήματα που… έχουν παραγγείλει τα ίδια; Σε εταιρίες με τις οποίες έχουν και άλλες οικονομικές συνεργασίες και ενδεχομένας υπάρχει και θέμα μαύρου χρήματος.
Η αλληλοτροφοδότηση πολιτικής σκηνής και δημοσκοπήσεων, διά των ΜΜΕ, εμφανίζει όλο και πιο έντονα χαρακτηριστικά φαύλου κύκλου, αυτοεκπληρούμενης προφητείας και αυγού του Κολόμβου: ποιο προκύπτει από το άλλο;
Οι εταιρίες κάνουν τη δουλειά τους με τους πελάτες τους – πολιτικούς η ΜΜΕ. Οι εύποροι -κόμματα, πολιτικοί και άλλοι παράγοντες- μπορούν να παραγγέλλουν κατά βούληση γκάλοπ για την πολιτική κατάσταση για δική τους χρήση.
Το θέμα βρίσκεται στην κοινοποίηση. Αν πρόκειται η έρευνα να χρησιμοποιηθεί στην πολιτική αντιπαράθεση, δεν μπορεί να γίνεται χωρίς έλεγχο νομιμότητας. Είναι παρωδία και παράδοση του δημοσίου βίου σε ιδιωτικές εταιρίες.
Όπως λειτουργεί σήμερα η «δημοσκοπική αγορά» κόμματα, πολιτικοι, θεσμοί και πολίτες δεν προστατεύονται. Η πολιτική ζωή μένει στο έλεος όσων εντάσσουν και τη «δημοσκοπία» στις πρακτικές υπέρ των επιδιώξεών του. Ό,τι χειρότερο για την κοινοβουλευτική Δημοκρατία…
iEidiseis.gr
