Το 2024 κατέγραψε ιστορικά υψηλά στον ελληνικό τουρισμό, με την εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση να αγγίζει τα 40,69 εκατομμύρια επισκέπτες και τις συνολικές ταξιδιωτικές εισπράξεις να διαμορφώνονται στα 21,59 δισ. ευρώ. Όμως πίσω από τους πανηγυρικούς τίτλους για το ρεκόρ κρύβονται σημαντικά ερωτήματα για το μέλλον του κλάδου, καθώς η ψαλίδα ανάμεσα σε αφίξεις και κατά κεφαλήν δαπάνες ανοίγει επικίνδυνα.
Η χρονιά που πέρασε ενίσχυσε τον ρόλο του τουρισμού ως «ατμομηχανής» της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο ανέδειξε και τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο κλάδος. Τόσο τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, όσο και η πρόσφατη παρουσίαση της μελέτης του ΙΝΣΕΤΕ, αποκαλύπτουν την ανάγκη για στρατηγική αναπροσαρμογή.
Ρεκόρ αφίξεων, αλλά με… περιορισμένο ταμείο
Η σημαντική άνοδος κατά 12,8% στις αφίξεις δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση των εσόδων, τα οποία αυξήθηκαν μόλις κατά 4,8%. Η μείωση της κατά κεφαλήν δαπάνης είναι εμφανής σε πολλές βασικές αγορές:
- Γάλλοι: +5,1% σε αφίξεις, -11,7% σε δαπάνες.
- Βρετανοί: +7,2% σε αφίξεις, -3,9% σε δαπάνες.
- Αναμένεται μείωση και από Γερμανούς, λόγω εισοδηματικής πίεσης.
- Αμερικανοί: υποχώρηση εσόδων λόγω ενίσχυσης του ευρώ έναντι του δολαρίου.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η χώρα προσελκύει «περισσότερους τουρίστες με λιγότερα χρήματα», μια συνθήκη που όχι μόνο μειώνει τα δυνητικά έσοδα, αλλά και αλλοιώνει τη φυσιογνωμία του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Η γεωγραφία των εσόδων: Μια Ελλάδα δύο ταχυτήτων
Η Αττική, με πρωταγωνίστρια την Αθήνα, αναδείχθηκε σε κινητήριο δύναμη, καταγράφοντας τουριστικά έσοδα 4,75 δισ. ευρώ, αύξηση 25,4% σε σχέση με το 2023, και ξεπερνώντας την Κρήτη, που εμφάνισε μείωση εσόδων. Η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου διατήρησε την πρωτιά με 5,69 δισ. ευρώ (+6,5%).
Στο αντίπαλο άκρο, οι 8 λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες της χώρας συγκέντρωσαν μόλις 2,11 δισ. ευρώ συνολικά, αναδεικνύοντας ένα έντονο γεωγραφικό χάσμα και την ανάγκη για καλύτερη διασπορά της τουριστικής ζήτησης.
Επενδύσεις και «αφελληνισμός»: Μια διπλή όψη
Οι θετικές προοπτικές του ελληνικού τουρισμού έχουν προσελκύσει επενδύσεις, με σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια να προέρχονται και από το εξωτερικό. Πάνω από 600 εκατ. ευρώ επενδύθηκαν το 2024 σε εξαγορές ξενοδοχειακών μονάδων και κτιρίων που πρόκειται να μετατραπούν σε ξενοδοχεία, κυρίως στην Αθήνα, αλλά και στα νησιά. Οι πιο «δραστήριοι» επενδυτικά είναι οι ισραηλινοί όμιλοι (Brown, Fattal, Zoia, Ficus). Επιπλέον, σχεδιάζονται επενδύσεις άνω των 900 εκατ. ευρώ για ανακαινίσεις και νέες υποδομές.
Αν και οι επενδύσεις αυτές ενισχύουν τις τουριστικές υποδομές, δημιουργείται ο φόβος του αφελληνισμού του κλάδου και της μεταφοράς τουριστικού πλούτου εκτός συνόρων, περιορίζοντας τα οφέλη για τις εγχώριες επιχειρήσεις.
Ταυτόχρονα, ο γενικός γραμματέας του ΣΕΤΕ και πρόεδρος του ΙΝΣΕΤΕ, Γιώργος Βερνίκος, βάζει και μια επιπλέον παράμετρο, το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις -κυρίως σε ώριμους προορισμούς- λειτουργούν σε περιβάλλον αυξημένων βαρών, ρυθμιστικής ασάφειας και περιορισμένης ρευστότητας. «Ο τουρισμός δεν αποδίδει από μόνος του. Χρειάζεται σταθερό και υποστηρικτικό πλαίσιο για να συνεχίσει να συμβάλλει στην ανάπτυξη», ανέφερε.
Το βλέμμα στο 2025: Συγκρατημένη αισιοδοξία
Η νέα χρονιά ξεκίνησε με θετικούς οιωνούς: οι αφίξεις στο πρώτο τρίμηνο του 2025 σημείωσαν αύξηση 9%, ενώ οι προγραμματισμένες αεροπορικές θέσεις για το διάστημα Απριλίου – Οκτωβρίου είναι αυξημένες κατά 5% σε σχέση με πέρυσι, όπως σημειώνει ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, Ηλίας Κικίλιας.
Ωστόσο, η διεθνής οικονομική αβεβαιότητα παραμένει ο μεγαλύτερος άγνωστος Χ. «Είμαστε σε μια κατάσταση διεθνούς αβεβαιότητας. Τον ορίζοντα σκιάζουν πληθωρισμός, ακριβές μεταφορές, πολεμικές επιχειρήσεις, γεωπολιτικοί και οικονομικοί ανταγωνισμοί, απειλές ύφεσης για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούμε να βλέπουμε μια υψηλή τουριστική ζήτηση», επισημαίνει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Αλέξανδρος Βασιλικός, υπογραμμίζοντας ότι «μέχρι αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε ανησυχητικά σημάδια σε επίπεδο προκρατήσεων και αεροπορικών slots για την Ελλάδα».
«Οι δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης έχουν επιδεινωθεί τους τελευταίους μήνες», εξηγεί ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, Άρης Ίκκος, επισημαίνοντας ότι η υποτίμηση του δολαρίου αποθαρρύνει τα αμερικανικά ταξίδια, αλλά μπορεί να αντισταθμιστεί από τη μείωση στις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων λόγω πετρελαίου. Εκτιμά, πάντως, ότι η αβεβαιότητα από τις ΗΠΑ θα μειωθεί σταδιακά, ενώ παρατηρείται ήδη σημαντική κάμψη των ταξιδιών από Ευρώπη προς Αμερική, που ενδεχομένως να ενισχύσει προορισμούς όπως η Ελλάδα. «Έχουμε μια συγκρατημένη αισιοδοξία», δήλωσε.
«Ήδη μπαίνουμε σε μία περίοδο με βάση τις γεωπολιτικές εξελίξεις, τους δασμούς και τους οικονομικούς πολέμους, που δημιουργεί νέα δεδομένα, τα οποία από το 2026 και μετά πρέπει τα αντιμετωπίσουμε με μια εφαρμοσμένη στρατηγική. Η λέξη “ανθεκτικότητα” αποκτά ιδιαίτερη σημασία και ιδιαίτερη βαρύτητα», τόνισε με τη σειρά του ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Παράσχης.
Το 2025 είναι χρονιά καμπής
Ο ελληνικός τουρισμός καλείται το 2025 να επαναλάβει το ρεκόρ του 2024, αλλά και να το ξεπεράσει ποιοτικά. Οι προκλήσεις είναι σύνθετες: αστάθεια στις διεθνείς αγορές, πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα, ανισότητες στην περιφερειακή κατανομή και το βάρος της επενδυτικής κυριαρχίας ξένων funds.
Η επίτευξη ενός ακόμη ρεκόρ δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Το στοίχημα είναι να μετατραπεί η ποσοτική επιτυχία σε βιώσιμη, ποιοτική και κοινωνικά ισόρροπη ανάπτυξη. Μια επιτυχία που θα μετριέται όχι μόνο σε αφίξεις, αλλά σε πραγματική προστιθέμενη αξία για τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Powergame.gr